Ξημέρωσε η μεγάλη μέρα. Τα Παναθήναια άρχισαν από το πρωί με αγώνες ιππικούς, κοντά στον Ιλισό. Οι πλουσιότεροι Αθηναίοι είχαν στείλει εκεί τα καλύτερα άλογά τους. Τα οδηγούσαν οι γιοι τους, αν ήταν έφηβοι. Με πόση χάρη καβαλίκεψαν οι όμορφοι νέοι τα περήφανα άλογά τους! Και πόσο εύκολα τα οδηγούσαν, γιατί ήταν έξυπνα και καταλάβαιναν μ' ευκολία τι θέλει ο καβαλάρης τους. Ανυπομονούσαν να παραβγούν στο τρέξιμο. Κρατούσαν τα κεφάλια τους ψηλά, τα μάτια τους έβγαζαν φλόγες. Με αυτιά ολόρθα στέκονταν στη σειρά και περίμεναν ν' ακούσουν τη σάλπιγγα για να ορμήσουν. Ύστερα από τους ιππικούς αγώνες, άρχισαν τ' άλλα αγωνίσματα, το πάλεμα, το τρέξιμο, το πήδημα, ο δίσκος, το κοντάρι.
Ένα όμορφο στεφάνι, καμωμένο με κλαδιά από την ιερή ελιά της Αθήνας, κι ένα θαυμάσιο πήλινο αγγείο με λάδι από την ίδια ελιά ήταν το βραβείο της νίκης μας. Ύστερα άρχισαν οι μουσικοί αγώνες στο Ωδείο, κάτω από την Ακρόπολη. Το πιο ωραίο μέρος στη μεγάλη αυτή γιορτή ήταν η πομπή. Χιλιάδες κόσμος ξεκινούσε από τον Κεραμικό, να φέρει ως την Ακρόπολη το νέο πέπλο της θεάς. Τον πέπλο αυτόν τον είχαν υφάνει τα καλύτερα κορίτσια της Αθήνας και είχαν κεντήσει απάνω με τέχνη μεγάλα κατορθώματα της θεάς.
Εμπρός εμπρός στην πομπή ήταν πολλές σειρές κορίτσια από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες. Ήταν ντυμένα όμορφα και φορούσαν στεφάνια από κρίνους στα κεφάλια τους. Με τ' άσπρα τους χέρια βαστούσαν στο κεφάλι τους από ένα πανεράκι, που είχε μέσα όσα χρειάζονταν για τη θυσία. Έπειτα έρχονταν άλλες σειρές κορίτσια, που οι γονείς τους δεν ήταν ντόπιοι Αθηναίοι. Αυτά κρατούσαν τα καπέλα και τις ομπρέλες των Αθηναίων παρθένων που πήγαιναν μπροστά τους.
Πίσω από τα κορίτσια ακολουθούσαν γέροι σοβαροί, που οι άσπρες γενειάδες τους κυμάτιζαν απάνω στους καθαρούς χιτώνες τους. Φορούσαν στο κεφάλι τους στεφάνι από άσπρα τριαντάφυλλα και είχαν στα χέρια τους κλωνάρια από ελιά. Έπειτα απ' αυτούς έρχονταν πολλές σειρές από ωραίους ανθοστολισμένους άντρες, ήταν όλοι ψηλοί, λεβέντες, και κρατούσαν λόγχες κι ασπίδες, σαν να πήγαιναν στον πόλεμο.
Πίσω απ' αυτούς ακολουθούσαν οι έφηβοι, παλικάρια δεκαοχτώ χρόνων, ντυμένοι πολύ όμορφα, άλλοι καβάλα σε ωραία άλογα κι άλλοι πεζοί.
Τελευταία έρχονταν πολλές σειρές παιδιά, όλα καλοκαμωμένα, φορούσαν στενό χιτώνα και στο κεφάλι στεφάνι από τριαντάφυλλα.
Ύστερα ήταν οι αντιπρόσωποι, που έστειλαν οι αποικίες επίτηδες για την πομπή. Κάθε συντροφιά έψελνε τον ύμνο στη θεά. Πίσω από τους ξένους ακολουθούσαν μουσικοί, που έπαιζαν κιθάρες και αυλούς, και ύστερα οι τραγουδιστές, που τραγουδούσαν με γλυκιά φωνή.
Έπειτα απ' όλα αυτά, ερχόταν ένα παράξενο πλοίο, που το κουνούσαν ρόδες κρυμμένες. Στο κατάρτι του ήταν απλωμένος σαν πανί ο νέος πέπλος της θεάς. Η πομπή προχωρούσε στην Ακρόπολη σιγά σιγά και με μεγαλοπρέπεια. Στα πεζοδρόμια δεξιά κι αριστερά στέκονταν χιλιάδες κόσμος κι έραιναν με λουλούδια τον ιερό πέπλο της θεάς.
Έτσι έφτασαν κάτω από την Ακρόπολη. Το ιερό πλοίο σταμάτησε και τον πέπλο της θεάς τον πήραν τα κορίτσια με μεγάλη ευλάβεια. Η πομπή ανέβηκε τότε στην Ακρόπολη. Οι ωραιότερες παρθένες μπήκαν στο ναό της Αθηνάς, τον Παρθενώνα, και πήγαν να κρεμάσουν τον πέπλο στο βωμό της θεάς.
Ο άρχοντας της πολιτείας πήρε από τα χέρια των παρθένων τον ιερό πέπλο και τον πρόσφερε στη θεά.
Το βράδυ πήγαν όλοι στη λαμπαδοδρομία των εφήβων. Ο πρώτος έφηβος άναψε τη λαμπάδα του από το βωμό και τρέχοντας έδωσε τη φλόγα στο δεύτερο, ο δεύτερος στον τρίτο κι έτσι ως το τέλος. Αλίμονο σ' όποιον άφηνε να τους σβήσει η φωτιά του, τον βγάζουν έξω από τη σειρά, και όλο το πλήθος τον κυνηγούσε με φωνές περιπαιχτικές. Η λαμπαδοδρομία ήταν από τις ωραιότερες διασκεδάσεις που μπορούσε κανείς να χαρεί στη ζωή του. Η μεγάλη γιορτή της θεάς κρατούσε τέσσερις μέρες.
Την τελευταία έσφαξαν χιλιάδες πρόβατα και βόδια, έστρωσαν μεγάλα τραπέζια μέσα σε δημόσιους κήπους κι όλος ο λαός έφαγε και ήπιε. Ύστερα άρχισαν οι μουσικές, τα τραγούδια και οι χοροί και κράτησαν ως το πρωί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου