Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ. ΗΜΕΡΑ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ... (Κόντρα στη λήθη)

ο τορπιλισμοσ της ελλησ

Ήδη από το 1939, άρχισαν οι αλλεπάλληλες ιταλικές προκλήσεις, με την ελπίδα ότι η Ελλάδα θα αντιδράσει σπασμωδικά. Εντούτοις, ο Ιωάννης Μεταξάς δεν σήκωνε το γάντι, φροντίζοντας να θωρακίσει πρώτα την άμυνα της χώρας απέναντι σε έναν αντίπαλο με αριθμητικά πολλαπλάσιες δυνάμεις. Στις 15 Αυγούστου του 1940, οι προκλήσεις ξεπέρασαν κάθε όριο, με τον απρόκλητο τορπιλλισμό του καταδρομικού «Έλλη». Το γέρικο σκαρί υπέκυψε και όλα συνέτειναν πλέον στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος δεν θα αργούσε. Η «εκδρομή στην Ελλάδα», που προσδοκούσε όμως ο Μουσολίνι, θα κατέληγε σύντομα σε ναυάγιο…

Η προετοιμασία του εδάφους για την εφαρμογή της επεκτατικής αυτής πολιτικής επιχειρήθηκε με μια σειρά από προκλήσεις ο χαρακτήρας των οποίων ήταν συχνά ναυτικός λόγω της θαλάσσιας γειτνίασης των δύο δυνάμεων. Η πρώτη από αυτές έλαβε χώρα τη 12η Ιουλίου 1940 όταν βομβαρδίστηκαν διαδοχικά από αέρος το βοηθητικό πλοίο «Ωρίων» και το αντιτορπιλικό «Υδρα» ανοιχτά της Γραμβούσας στην Κρήτη. Τέσσερις μέρες μετά, τέσσερα ελληνικά υποβρύχια βομβαρδίστηκαν από ιταλικά αεροπλάνα, ενώ ήταν μεθορμισμένα στον κόλπο της Ιτέας. Στο τέλος του ίδιου μήνα τα ελληνικά αντιτορπιλικά, «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα», ό,τι καλύτερο είχε τότε το Ελληνικό Ναυτικό, καθώς και δύο ελληνικά υποβρύχια δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση της ιταλικής αεροπορίας. Οι ιταλικές προκλήσεις κορυφώθηκαν στις 2 Αυγούστου 1940 όταν βομβαρδίστηκε η τελωνειακή ακτοφυλακίδα Α6 την ώρα που έπλεε μεταξύ Σαλαμίνας και Αίγινας.

Τα συνεχή και ολοένα πιο προκλητικά αυτά επεισόδια δημιούργησαν εύλογη ανησυχία στην ηγεσία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, στον βαθμό που εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις όταν αποφασίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση η συμμετοχή του εύδρομου καταδρομικού «Έλλη» στον εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου στο νησί της Τήνου. Η μονάδα αυτή, αν και σχετικά παλιά, αφού ναυπηγήθηκε τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε ριζικά ανακαινιστεί στη Γαλλία μεταξύ του 1925 και του 1927 και αποτελούσε την κυριότερη ναρκοθέτιδα του ελληνικού στόλου. Διέθετε επίσης δυνατότητες αποτελεσματικής συμμετοχής σε συνοδείες νηοπομπών και ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις. Oι επιφυλάξεις λοιπόν του Αρχηγού Στόλου, ναύαρχου Καββαδία και άλλων στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού υπήρξαν εύλογες δεν οδήγησαν όμως στην αναίρεση της ληφθείσας απόφασης ίσως γιατί θεωρήθηκε ότι η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, που τιμάται πολύ και από τους καθολικούς Ιταλούς, δεν θα επέτρεπε την πραγματοποίηση μιας ακόμη προκλητικής ενέργειας εναντίον της χώρας μας.

Τα άμεσα αίτια του τορπιλισμού της Έλλης δεν είναι ακόμα σαφή. Ορισμένες πηγές κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι ο Μουσολίνι είχε αποφασίσει να εισβάλει στην Ελλάδα ακριβώς τότε και θεώρησε πως ο τορπιλισμός του ελληνικού πολεμικού θα διευκόλυνε τα σχέδιά του. Άλλοι, όπως ο τότε Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, εικάζουν ότι η κίνηση αυτή υπήρξε προϊόν της οργής του Μουσολίνι, όταν πληροφορήθηκε την άποψη που εξέφρασε ο Μεταξάς στον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα, Πρίγκιπα Ερμπαχ, ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει τη βρετανική ναυτική ισχύ στη Μεσόγειο.

Ο υφυπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι, Τσιάνο, αποδίδει τον τορπιλισμό της «Έλλης» στην προπέτεια του Ντε Βέκι, του Ιταλού διοικητή των Δωδεκανήσων και κορυφαίου στελέχους του φασιστικού καθεστώτος. Τέλος, οι επιχειρήσεις που ανέλαβε ο Αϊκάρντι, o κυβερνήτης του ιταλικού υποβρυχίου Delfino που τορπίλισε την «Έλλη», πιθανώς να εντάσσονταν στο ευρύτερο πλαίσιο της παρεμπόδισης των αγγλικών συγκοινωνιών με τη Μαύρη Θάλασσα, από το ιταλικό ναυτικό, τουλάχιστον αν ληφθεί υπόψη η ασάφεια και η προχειρότητα των οδηγιών που αυτός έλαβε. Όποια πάντως κι αν είναι η ακριβής άμεση αιτία για την προσβολή του ευδρόμου καταδρομικού «Έλλη», γεγονός είναι ότι στις 8.25 π.μ. της 15ης Αυγούστου 1940 αυτό επλήγη από τορπίλη του Delfino ακριβώς κάτω από τον μόνο εν ενεργεία λέβητά του. Το αποτέλεσμα ήταν αυτός να εκραγεί και η έκρηξη να δημιουργήσει κάθετη ρωγμή στη δεξιά πλευρά του πλοίου, η οποία στην ίσαλο γραμμή είχε διάμετρο 10 εκατοστών. Συνάμα δημιουργήθηκε οπή δύο περίπου μέτρων μεταξύ των δύο καπνοδόχων του πλοίου ακριβώς πάνω από το σημείο της έκρηξης. Οκτώ μέλη του πληρώματος έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεκάδες υπήρξαν και οι τραυματίες. Οι άλλες δύο τορπίλες που έβαλε το ιταλικό υποβρύχιο εναντίον των επιβατηγών πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι της Τήνου ευτυχώς αστόχησαν.

Το αιφνίδιο πλήγμα που υπέστη το ελληνικό καταδρομικό δεν βρήκε ούτε το πλήρωμά του ούτε τη ναυτική ηγεσία της χώρας απαράσκευη. Σύντονες προσπάθειες ανελήφθησαν από τον κυβερνήτη του πλοίου, Χατζόπουλο, ώστε τουλάχιστον να σωθεί το πλοίο προσαράζοντας στα αβαθή του λιμανιού, κάτι όμως που δεν κατέστη δυνατό γιατί τα συστήματα του πλοίου είχαν νεκρώσει μετά τη διάρρηξη των ατμοσωλήνων και την παρεπόμενη διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Επιπροσθέτως, το επιβατηγό «Έσπερος» που ανέλαβε τη ρυμούλκηση δεν είχε τη δυνατότητα ούτε και τα εφόλκια που θα μπορούσαν να ρυμουλκήσουν το καταδρομικό, τη στιγμή μάλιστα που η αποκρίκωση της άγκυράς του δεν υπήρξε εφικτή για μια σειρά από λόγους. Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση που ακολούθησε από ανώτατα στελέχη του ναυτικού επιβεβαίωσε ότι όλα τα προσήκοντα μέτρα είχαν ληφθεί και για την άμυνα του πλοίου από εχθρική προσβολή, αλλά και για τη διάσωσή του μετά τον τορπιλισμό του. Αποδείχτηκε, επίσης, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο τορπιλισμός της 'Ελλης ήταν έργο Ιταλών, κάτι όμως που αποσιωπήθηκε για λόγους υψηλής πολιτικής μέχρι την έναρξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940. Τότε ήταν που επίσημα και τεκμηριωμένα δόθηκαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί από την αλίευση και την ποικιλότροπη εξέταση των υπολειμμάτων της 2ης και 3ης τορπίλης που αστόχησαν.

Την επαύριον του τορπιλισμού της «Έλλης», δεν εξερράγη ελληνο-ιταλικός πόλεμος πάρα την περαιτέρω κλιμάκωση των ιταλικών προκλήσεων. Η χώρα ολοκλήρωσε απλώς τις τελευταίες της προετοιμασίες για τον μεγάλο αγώνα που επέκειτο. Η ηθική όμως προετοιμασία είχε, εν πολλοίς, ολοκληρωθεί λόγω του τορπιλισμού της «Έλλης». Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γκράτσι: «Η ιταλική κυβέρνηση μπορούσε να υπερηφανεύεται γιατί είχε κατορθώσει να συσπειρώσει σε μια αρραγή ψυχική ενότητα έναν λαό βαθιά διαιρεμένο από αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές και από βαθιά και παλιά πολιτικά μίση, γιατί είχε εμπνεύσει τη γενναία και ακλόνητη απόφαση να πεθάνει εν ανάγκη για την πατρίδα του».

Αυτή είναι και η κληρονομιά της Έλλης στο έπος του 1940 και κατ’ επέκταση στην εθνική μας επιβίωση. [Ζήσης Φωτάκης ΒΗΜΑ]

Πηγή...

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου