Ας ανοίξουμε λοιπόν σ’ αυτό το σημείο μια παρένθεση κι ας την γνωρίσουμε…
Παρ’ ότι λοιπόν, στον πολύ κόσμο, το όνομα «Θάμαρ», δεν λέει απολύτως τίποτε, εν τούτοις το όνομα «Αυνάν» κάτι, ίσως, να λέει (βλέπε «αυνανισμός»).
Στην «θεόπνευστη» Βίβλο μαθαίνουμε, πως ο Αυνάν κλήθηκε, από τον πατέρα του, Ιούδα, να αντικαταστήσει τον νεκρό αδελφό του, Ηρ (τον σκότωσε ο Θεός, χωρίς να αναφέρεται ο λόγος), και να γονιμοποιήσει την -χήρα πλέον- νύφη του, έτσι ώστε να «αναστήσει» το σπέρμα τού αδελφού του. Η χήρα αυτή, είναι η Θάμαρ, η οποία μάς απασχολεί εδώ. Επειδή όμως, σύμφωνα με αυτό το εβραϊκό έθιμο, τα παιδιά που θα γεννιόταν, δεν θα θεωρούνταν παιδιά τού Αυνάν, αλλά παιδιά του νεκρού αδελφού του, Ηρ, ο Αυνάν αρνείται να εκσπερματώσει στον κόλπο της και προτιμά να «ξοδεύει» το σπέρμα του, χύνοντάς το στο έδαφος. Αυτή η άρνηση τού Αυνάν, εξοργίζει τον «πανάγαθο» Θεό και τον στέλνει στα «θυμαράκια» να κάνει «συντροφιά» στον νεκρό αδελφό του. Ίσως αξίζει να γίνει αναφορά εδώ, στην επιλεκτική οργή τού Κυρίου, καθώς στην περίπτωση τού «θεοσεβή» Λωτ, ο οποίος γκάστρωσε τις δυο του κόρες, δεν είδε και δεν άκουσε τίποτε…
Στον Ιούδα, απομένει ένας ακόμη γιος για να επιτελέσει το «ιερό καθήκον» τής «ανάστασης» τού σπέρματος τού Ηρ: Ο Σηλώμ. Είναι όμως ανήλικος και θα πρέπει πρώτα να ενηλικιωθεί για να αναλάβει αυτή την «αποστολή». Έτσι, μέχρις ότου γίνει αυτό, ο Ιούδας στέλνει την Θάμαρ να μείνει στο πατρικό της. Μετά από μερικές ημέρες, ο Ιούδας χάνει και την γυναίκα του, Σουά, και για να γεμίσει λίγο τη ζωή του, μεταβαίνει στην Θαμνά, για να επιβλέψει την κουρά τών προβάτων του. Η Θάμαρ πληροφορείται αυτή την μετάβαση τού πεθερού της και τότε…
Η συνέχεια στο ακόλουθο «θεϊκό» κείμενο:…
«καὶ περιελομένη τὰ ἱμάτια τῆς χηρεύσεως ἀφ᾿ ἑαυτῆς, περιεβάλετο θέριστρον καὶ ἐκαλλωπίσατο καὶ ἐκάθισε πρὸς ταῖς πύλαις Αἰνάν, ἥ ἐστιν ἐν παρόδῳ Θαμνά· εἶδε γὰρ ὅτι μέγας γέγονε Σηλώμ, αὐτὸς δὲ οὐκ ἔδωκεν αὐτὴν αὐτῷ γυναῖκα. καὶ ἰδὼν αὐτὴν Ἰούδας ἔδοξεν αὐτὴν πόρνην εἶναι· κατεκαλύψατο γὰρ τὸ πρόσωπον αὐτῆς, καὶ οὐκ ἐπέγνω αὐτήν. ἐξέκλινε δὲ πρὸς αὐτὴν τὴν ὁδὸν καὶ εἶπεν αὐτῇ· ἔασόν με εἰσελθεῖν πρὸς σέ· οὐ γὰρ ἔγνω ὅτι νύμφη αὐτοῦ ἐστίν. ἡ δὲ εἶπε· τί μοι δώσεις, ἐὰν εἰσέλθῃς πρός με; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ σοι ἀποστελῶ ἔριφον αἰγῶν ἐκ τῶν προβάτων μου, ἡ δὲ εἶπεν· ἐὰν δῷς μοι ἀρραβῶνα, ἕως τοῦ ἀποστεῖλαί σε. ὁ δὲ εἶπε· τίνα τὸν ἀρραβῶνά σοι δώσω; ἡ δὲ εἶπε· τὸν δακτύλιόν σου καὶ τὸν ὁρμίσκον, καὶ τὴν ράβδον τὴν ἐν τῇ χειρί σου. καὶ ἔδωκεν αὐτῇ καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἐξ αὐτοῦ. 19 καὶ ἀναστᾶσα ἀπῆλθε καὶ περιείλετο τὸ θέριστρον αὐτῆς ἀφ᾿ ἑαυτῆς καὶ ἐνεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆς χηρεύσεως αὐτῆς» (Γένεσις, 38: 14-19).
Μετάφραση:
«Κι εκείνη έβγαλε τα ενδύματα της χηρείας της, σκεπάστηκε με κάλυμμα, και περιτυλίχθηκε, και κάθησε κοντά στη δίοδο, που είναι στον δρόμο τής Θαμνά· επειδή, είδε ότι ο Σηλώμ είχε γίνει μεγάλος, κι αυτή δεν δόθηκε σ’ αυτόν για γυναίκα. Και όταν ο Ιούδας την είδε, τη νόμισε για πόρνη· επειδή, είχε σκεπασμένο το πρόσωπό της. Και στον δρόμο στράφηκε σ’ αυτή και είπε: Άφησέ με, σε παρακαλώ, να μπω μέσα σε σένα· επειδή, δεν γνώρισε ότι ήταν η νύφη του. Κι εκείνη είπε: Τι θα μου δώσεις για να μπεις μέσα σε μένα; Κι εκείνος είπε: Εγώ θα σου στείλω ένα κατσικάκι από τις κατσίκες του κοπαδιού. Κι εκείνη είπε: Μου δίνεις ένα ενέχυρο, μέχρις ότου να το στείλεις; Κι εκείνος είπε: Τι ενέχυρο να σου δώσω; Κι εκείνη είπε: Το δακτυλίδι σου και το περιδέραιο και την ράβδο, που έχεις στο χέρι σου. Και της τα έδωσε, και μπήκε μέσα σ’ αυτήν, και συνέλαβε απ’ αυτόν. Ύστερα απ’ αυτά, αναχώρησε, και αφού έβγαλε το κάλυμμά της, ντύθηκε τα ενδύματα της χηρείας της».
Εν ολίγοις, η χηρεύσασα Θάμαρ, αφού ντύνεται σαν πόρνη, καλύπτοντας το πρόσωπό της με το χαρακτηριστικό πέπλο που διακρίνει τις, «ελαφρών ηθών», γυναίκες της ιουδαϊκής κοινωνίας, εξαπατά τον -επίσης, πρόσφατα, χήρο- πεθερό της και πηδιέται μαζί του «επί πιστώσει» (και γκαστρώνεται μάλιστα), λαμβάνοντας ως ενέχυρο το δακτυλίδι του, έως ότου τής στείλει το κατσικάκι που τής υποσχέθηκε.
Ας παρακάμψουμε τα πάμπολλα «ηθικά» μηνύματα που εκπέμπει το εν λόγω «θεόπνευστο» κείμενο κι ας κλείσουμε την παρένθεση.
Επιστρέφουμε στο «μυστήριο» τού γάμου και «τα λόγια τού παπά»…
Ερώτηση: Τί εύχεται ο παπάς στην νύφη, μόλις περνάει στο δάκτυλό της το δακτυλίδι τού γάμου;
Απάντηση (και κρατηθείτε): «Να λάμπει ο δακτύλιός σου, ως ο δακτύλιος τής Θάμαρ»!
Τρέλα! Η πόρνη Θάμαρ που «πήγε» με τον πεθερό της για ένα δακτυλίδι, εμφανίζεται μέσα στην εκκλησία, ως πρότυπο ηθικής! Ταυτοχρόνως δε, η νύφη εξομοιώνεται με μια πόρνη! Το διανοείστε;
Πηγή: ακηρατος Δελφων, Περισσότερα: ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου