Ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΣΠΑΣΙΑ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ
ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΦΕΙΔΙΑ
Ο
Ολύµπιος Περικλής αγαπούσε να παρακολουθή
συχνά την ωρίµανση από τους ωραίους
σκοπούς, που είχε συλλάβει µε το Φειδία.
Αφού περιεργάστηκε τις παραστάσεις από
το Αέτωµα, είπε στο Δάσκαλο :
—«
Κανένα εργαστήρι δε θα πλάση ποτέ τόσ'
αγάλµατα σαν το δικό σου. Θαυµάζω πως,
ενώ δεν τα κάνης µόνος, όµως όλα έχουν
τη σφραγίδα σου ».
Κι'
ενώ ο Περικλής τον επαινούσε, αυτός δεν
ξεκολλούσε τα µάτια του από την Ασπασία.
Η λυγεράδα της ήτανε για το Φειδία
ανεξάντλητη πηγή καλλιτεχνικής
παρόρµησης. Το µικρό κεφάλι της έστεκε
περήφανο στο λαιµό, µέτωπο και µύτη σε
ίσια γραµµή, τα µεγάλα µάτια βαθιά χωµένα
στις κόγχες, φρύδια τοξωτά κι' αυγουλάτο
σαγόνι. Σταµατηµένη µπροστά στην ολόχρυση
Παρθένα, η Ασπασία απορούσε να βλέπη
στην αιγίδα της να παριστάνεται η Γοργώ,
όχι καθώς συνήθιζαν οι παλαιοί σαν άγριο
τέρας, ικανό ν' απολιθώση όποιον την
αντίκρυζε, παρά σαν ήµερη, νόστιµη
γυναίκα. Γύρισε πρός το Δάσκαλο και
ρώτησε :
—«
Δε φοβάσαι ν' άσεβής µεταβάλλοντας τη
Μυθολογία; την αιγίδα µε τη Γοργώ τη
φορούσε η Αθηνά για ν' απολιθώνη τους
εχθρούς της. Τι παριστάνει αυτό το πράο
θηλυκό που έβαλες στη θέση της Γοργώς
» ;
Μιά
ήσυχη φωνή ακούστηκε πίσω της να λέη :
—«
Αυτό που έκανε ο Φειδίας είναι το
ξυπνότερο έργο του ».
Γύρισε
η Ασπασία κι' είδε έναν ασκηµοµούρη. Τα
µάτια του πετάγονταν έξω, σαν του
βατράχου, είχε πλατύ στόµα µε παχιά
χείλια και µύτη πλακουτσή. Αν και νέος,
άρχισε να γίνεται κοιλαράς και φαλακρός
— ο Σωκράτης.
—«
Γιατί το λές αυτό ; Έξηγήσου », του είπε»
—«
Εκείνο που ξεχωρίζει έµας τους Ελληνες
από τους βαρβάρους είν' η ικανότητα να
µεταβάλλουµε τα τέρατα σε αγαθούς
Δαίµονες. Κάθε φυσική δύναµη οι πρωτόγονοι
λαοί τη βλέπουν και τη λατρεύουν σα
Δράκο. Εµείς οι Έλληνες δαµάσαµε τα
τέρατα, τα ηµερώσαµε σε καλότροπες
θεότητες. Αυτό αρκεί για να µας ευγνωµονή
η οικουµένη, που την απαλλάξαµε από
προαιώνιους φόβους ».
—«
Πώς σε λένε » ; ρώτησε η Ασπασία.
—«
Σωκράτη του Σωφρονίσκου ».
—«
Έχεις την αφέλεια να πιστεύης εσύ, πως
άκακοι Θεοί είν' ικανοί να συγκρατήσουν
µια διαστραµµένη ανθρωπότητα; Αν
αφαιρέσης από τους Θεούς τα υπερφυσικά
όπλα τους, Σωκράτη, τους καταργείς.
Λιγοδύναµοι. Θεοί ετοιµάζουν το χάος
».
Δίχως
να περιµένη απάντηση τράβηξε η Ασπασία
πέρα και ζήτησε του Φειδία :
—«
Τι λογής τύπος είν' αυτός » ;
—«
Πανέξυπνος, µα ρέµπελος, µαθητής µου.
Είναι γιος µαρµαρά. Θα µπορούσε να γίνη
σπουδαίος γλύπτης, αλλά δε στρώνει. Μια
µέρα δουλεύει καλά, την άλλη κάθεται
στοχαστικός και δεν απλώνει χέρι, ούτε
να πιάση το γλύφανο ».
Η
συντροφιά προχώρησε προς την εξώπορτα.
Πριν χωριστούνε, ο Περικλής σταµάτησε
µια στιγµή και από τον ενθουσιασµό του
είπε του Φειδία :
—«
Με σένα κορυφώθηκε η γλυπτική. Δίδαξες
την κίνηση στην πέτρα, ξέρεις λαµπρά
την ανατοµία, αποτέλειωσες την οµορφιά.
Δεν άφησες τίποτα να βρουν οι νεώτεροι.
Τους λυπάµαι, που θάναι αναγκασµένοι
ολοένα να σ' αντιγράφουν ».
Η
φωνή του Σωκράτη ακούστηκε πάλι :
—«
Υπάρχει και για τη γενιά µας κάτι
καινούργιο ».
Η
Ασπασία τώρα του χαµογέλασε :
—«
Για πες: Τι αποµένει να κάνετε σεις, πέρ'
από τη Ληµνία του Δασκάλου σας η το
Δισκοβόλο του Μύρωνος ; »
—«
Εκείνο που δεν ανακάλυψαν οι γεροντότεροι
- την ανθρώπινη ψυχή ».
—«
Α, ναι; Πιστεύεις πως είστε σεις οι νέοι
ικανοί να παραστήσετε τούτο το άυλο,
την ψυχή ; Με τι τρόπο; »
—«
Με τα αισθήµατα που ξεσπάν στο πρόσωπο
».
Κι'
ο Σωκράτης εξηγήθηκε :
—«
Θυµηθήτε ίσια - ίσια το Δισκοβόλο του
Μύρωνος. Καθώς λυγίζει το σώµα για να
κάνη τη ρίψη, τεντώνει τους µυς του σε
υπέρτατη προσπάθεια. Τούτη τη διαβατάρικη
στιγµή την απόδωσεν άριστα ο Μύρων στο
κορµί, ενώ το πρόσωπο του Δισκοβόλου
τ' άφησε ατάραχο. Μά τα πρόσωπα των
αθλητών παραµορφώνονται στον αγώνα,
κυρά µου».
Ο Φειδίας έρριξε µιαν ιδέα:
—«
Ίσως ο Μύρων να θέλησε να δείξη µε την
ηρεµία την εµπιστοσύνη ενός πρωταθλητή
στη δύναµη του ».
Ο Σωκράτης επέµεινε :
—«
Πρόσωπα γαλήνια, Δάσκαλε, ταιριάζουν
για φιλοσόφους βυθισµένους σε στοχασµούς.
Οι άνθρωποι παθαίνονται. Άλλη έκφραση
έχει ο αγαθός, άλλη ο δολοφόνος. Μίσος,
χαρά, όλα πρέπει να παρασταίνωνται. Αυτό
αποµένει να δείξουν οι διάδοχοι σου να
πλάσουν όχι ηµίθεους, παρά ανθρώπους
του σωρού ».
Η
Ασπασία κοίταξε τα πονηρά και πράσινα
µάτια του Σωκράτη. Της άρεσε η ξυπνάδα
του και, πριν φύγη, τον κάλεσε :
—«
Αύριο που θάρθη σπίτι ο Φειδίας, έλα και
σύ ».
ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑ
ΔΕΚΑΤΗ
ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Ι. Δ.
ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α. Ε