Ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός, λάτρης και θαυμαστής του Ελληνικού πολιτισμού, απόφοιτος των Φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας, και της Αντιόχειας, μεγάλος φιλέλληνας, με αξιόλογο κοινωνικό έργο στα δύο χρόνια που βασίλευσε, εδέχθη τα πυρρά των ρασοφόρων, επειδή δεν πήγε με τα νερά τους, αποκαλώντας τον «Ιουλιανός ο παραβάτης».
Υπήρξε δε ο μοναδικός Αυτοκράτορας του Βυζαντίου που χωρίς να έχει Ελληνική καταγωγή αλλά να έχει Ελληνική συνείδηση, που σε κάθε ευκαιρία ομολογούσε « Ειμί Έλλην ». Κανένας άλλος Αυτοκράτορας δεν είχε Ελληνική συνείδηση, ακόμα και οι Παλαιολόγοι. Η πραγματικότητα αυτή ανάγκασε τον Γεώργιο Γεμιστό, σε προσφώνηση του, περί το 1420, προς τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο, να του πει επί λέξει «Έλληνες εσμέν το γένος ων ηγείσθε και βασιλεύετε, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
Διακυβέρνησε την Αυτοκρατορία σύμφωνα με τις επιταγές που του επέβαλε η υψηλή φιλοσοφική του μόρφωση. Πίστευε στην αξία της ανθρώπινης ζωής και είχε άμεση επικοινωνία με το λαό του, αυτή όμως η ανωτερότητα του, έδωσε την ευκαιρία στους εχθρούς του που ήταν οι χριστιανοί να τον φονεύσουν. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους αυτοκράτορες που εξόντωναν με την παραμικρή υποψία τον οποιονδήποτε. Ακόμη ήταν από τους λίγους Αυτοκράτορες που έχασαν την ζωή τους πολεμώντας για την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας.
Στην εκστρατεία κατά των Περσών τραυματίστηκε θανάσιμα. Οι πληροφορίες για το ποιος εκσφενδόνισε την λόγχη κατά του Αυτοκράτορα δεν είναι ξεκάθαρες, λέγεται, πιθανόν κάποιος φανατικός χριστιανός, καθ’ ότι δεν διεκδίκησε κανείς Πέρσης στρατιώτης την αμοιβή για τον θανάσιμο τραυματισμό του Αυτοκράτορα.
«Οικείος στρατιώτης ως ο πολύς λόγος κρατεί», γράφει και αυτός ο χριστιανός ακόμη ιστορικός Σωκράτης. «Άγνωστον πόθεν» διαπιστώνει ο αμερόληπτος πολεμικός ανταποκριτής της εκστρατείας και Ρωμαίος Ιστορικός Αμμιανός. Ο Λιβάνιος με οδύνη διατυπώνει ανεπιφύλακτα την τρομερή κατηγορία: «εν τοις ημετέροις ην ο φονεύς». Ο δε Μέγας Βασίλειος κόμπαζε λέγοντας ότι «τον αντίχριστο Βασιλιά σκότωσε ο Άγιος Μερκούριος».
Λέγετε ότι προτού πεθάνει είπε «με νίκησες Χριστέ», πρόκειται για μεγάλο ψέμα των ρασοφόρων. Τούτο γράφτηκε 700 χρόνια αργότερα από κάποιον Κενδρινό.
Αντιθέτως τις τελευταίες ώρες της ζωής του, όπως τις περιέγραψε ο αυτόπτης μάρτυρας, πολεμικός ανταποκριτής, και ιστορικός Μαρκελλίνιος Αμμιανός, τις πέρασε μιλώντας στους παρευρισκομένους, με λόγια αντάξια ενός μεγάλου ηγέτη, που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του και δεν φοβάται το θάνατο. Είπε ακόμη πώς γνώριζε ότι θα πεθάνει, από χρησμό του Απόλλωνα, πολεμώντας για την Αυτοκρατορία.
Ο Λιβάνιος πρότεινε η σορός του Αυτοκράτορα να μεταφερθεί στην Αθήνα και να ταφή δίπλα στον Πλάτωνα, αλλά δεν κατέστη δυνατόν.
Η λόγχη που καρφώθηκε στα σπλάχνα του Ιουλιανού ήταν το θανατηφόρο πλήγμα και ταυτόχρονα η χαριστική βολή, κατά του Αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Με το θάνατο του έπεσε και το τελευταίο προπύργιο κατά της επερχόμενης λαίλαπας της Θεοκρατίας.
Λίγες δεκαετίες αργότερα ο λατίνος ποιητής Προυδέντιος, θα αναγνώριζε ότι ο Ιουλιανός υπήρξε «άπιστος έναντι του Θεού αλλά όχι έναντι της οικουμένης».
---------------------------------
ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΡΑΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ: ΑΝΤΙΟΧΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ («Μισοπώγων»)
ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ O ΜΕΓΑΣ - ΕΝΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
Ο «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ» ΧΡΗΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΥΘΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΑΝΟ, ΜΙΑ ΑΠΑΤΗ και ΔΙΑΣΤΡΕΥΛΩΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΕΙΘΕ ΟΙ ΥΠΑΤΟΙ ΘΕΟΙ ΝΑ ΜΟΥ ΔΩΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΥΝΟΙΑ ΤΟΥΣ, ΝΑ ΥΜΝΗΣΩ ΚΑΙ ΝΑ ΤΕΛΕΣΩ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΑΥΤΩΝ, ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΟΛΩΝ ΗΛΙΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ - ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ
1 σχόλιο:
ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ
Λέγεται ότι κάποτε ο Ιουλιανός επιχείρησε μια πομπή δια μέσου των δρόμων της Κωνσταντινούπολης, προς τιμήν του Διονύσου, θεού της Υπέρτατης χαράς και σφύζουσας ζωής.
Όμως ήταν ήδη πάρα πολύ αργά και η προσπάθεια αποδείχθηκε ανεπιτυχής. Η πομπή δεν ήταν παρά ένα γελοίο θέαμα και ο Ιουλιανός, επιστρέφοντας το απόγευμα στο παλάτι, όταν είχε πλέον τελειώσει, ήταν τόσο λυπημένος λες και τα μάτια του είχαν αντικρίσει όλο το ζοφερό μέλλον του Μεσογειακού κόσμου.
Λέγεται λοιπόν, ότι καθόταν στους κήπους του παλατιού, μπροστά σε κάτι παλιούς μαρμάρινους όγκους μισοκρυμμένους από κισσό, όταν ένας έμπιστος φίλος του, μαντεύοντας την αιτία της μελαγχολίας του, τον ρώτησε:
«Τι διαφορετικό περίμενες; Αυτές είναι οι μέρες του θανάτου μας. Ποιος ήταν ο σκοπός σου όταν διέταξες την πομπή αυτή; Τι επιθυμούσες;»
Ο Αυτοκράτορας τον κοίταξε σιωπηλός και κατόπιν, παραμερίζοντας τον κισσό, έδειξε στον φίλο του τι ήταν από κάτω: ένα αριστούργημα κάποιου τεχνίτη των Αρχαίων ημερών, η αναπαράσταση μιας πομπής προς τιμήν του Διονύσου, σκαλισμένη στο λευκό μάρμαρο, ένα χαμόγελο της νιότης του Κόσμου, ένα αντικείμενο ομορφιάς.
«Αυτό επιθυμούσα», απάντησε στο τέλος.
Δημοσίευση σχολίου