O λαός αυτός, που χαιρόταν τη γραπτή διατύπωση και τις σταθερές βάσεις που πρόσφερε σε όλους, ανακάλυψε εν τούτοις την ιδέα των άγραφων νόμων για όλα όσα υπήρχαν πέρα από τη δικαιοδοσία των νόμων. Οι άγραφοι αυτοί νόμοι είναι γνωστοί από το εγκώμιο του Σοφοκλή στην Αντιγόνη και στον Οιδίποδα Τύραννο. Επιβάλλουν, λόγου χάριν, το σεβασμό προς τους ικέτες και τους κήρυκες, την ταφή των νεκρών και τη βοήθεια στους καταπιεζόμενους. Αντίθετα όμως με τους γραπτούς νόμους, το σημαντικό είναι ότι αυτοί οι νόμοι είναι παγκόσμιοι. Συχνά τους αποκαλούσαν «κοινούς νόμους των Ελλήνων».
Σε άλλα κείμενα υπάρχει η ιδέα ότι ισχύουν για όλους. Διαβάζουμε γι’ αυτούς στον Ξενοφώντα ότι «εις κάθε τόπον δια τα ίδια πράγματα τους παραδέχονται» και καλύτερα στον Ισοκράτη ότι είναι «ένας πατροπαράδοτος νόμος, που όλοι οι άνθρωποι τον τηρούν ανέκαθεν, γιατί νομίζουν, ότι δεν τον εθέσπισαν άνθρωποι παρά τον επέβαλε κάποια ανωτέρα δύναμις».
Και ο Αριστοτέλης προσδιορίζει ότι οι άγραφοι νόμοι αναγνωρίζονται από την κοινή αποδοχή.
Η ελληνική αυτή επινόηση έγινε παγκόσμια: με αυτήν αρχίζουν καλύτερες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Είναι η ώρα που ο ίδιος ο Αριστοτέλης δίνει ξεχωριστή θέση στην ευθύτητα, μία εσωτερική διάθεση αρκετά ευέλικτη, δίπλα στη δικαιοσύνη, και στην οποία εκδηλώνονται σχεδόν παντού οι ιδέες της πραότητας, της κατανόησης και της επιείκειας. Το άνοιγμα προς τους άλλους, που ξεκινούσε με τον αγώνα εναντίον της βίας, ολοκληρώνεται εδώ για να ξεπεράσει όλο μαζί και το πλαίσιο της πόλης, ακόμα και της ίδιας της Ελλάδας και την αυστηρότητα των βασικών απαιτήσεων.
Όταν ο καθένας συνειδητοποιεί ότι είναι άνθρωπος, τότε «μπαίνει στη θέση» των άλλων ανθρώπων. Και όπως η παγκοσμιότητα των ιδεών στον Πλάτωνα γίνεται πόλος έλξης και αντικείμενο χαράς ή επιθυμίας, κατά τον ίδιον τρόπο, η παγκοσμιότητα των ανθρωπίνων καταστάσεων, στην οποία παραπέμπει πάντοτε η ελληνική σκέψη, γίνεται πηγή συμπάθειας και ανεκτικότητας ως προς τους άλλους ανθρώπους. Αυτό γίνεται αισθητό ήδη από τον 5ο αιώνα. Και μας συγκινεί όταν βλέπουμε στον Αίαντα του Σοφοκλή, τον Οδυσσέα να αρνείται να περιγελάσει τον εχθρό του, ακριβώς επειδή συνειδητά συμμερίζεται την κατάσταση του. Το λέει στην Αθηνά χωρίς έμφαση αλλά με πεποίθηση: «Κανένα εγώ δεν ξέρω. Όμως με πιάνει θλίψη γι’ αυτόν τον έρμο, ας είναι εχθρός μου, που συμφορά φριχτή τον έχει ζώσει. Γιατί δε συλλογιέμαι τη δική του μόνο την τύχη, μα και τη δικιά μου, μια και το βλέπω ξάστερα πως άλλο τίποτα οι ζωντανοί δεν είμαστε, μονάχα κούφιες σκιές, φαντάσματα κι αγέρας».
Λίγο αργότερα, ο Μένανδρος θα υπερθεματίσει και σε αυτόν πρέπει να αποδοθεί η ωραία φράση του Τερέντιου: «Είμαι άνθρωπος και τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Η αναφορά αυτή σε μια κοινή ανθρώπινη μοίρα δεν ήταν ήδη λανθάνουσα στον τρόπο με τον οποίον ο Όμηρος μιλούσε πάντα για τους «θνητούς»; Οπωσδήποτε, συνετέλεσε, κατά την κλασική εποχή, στην εμφάνιση μιας καινούργιας λέξης για μια καινούργια αρετή. Η λέξη φιλανθρωπία, που δεν είχε πάρει ακόμα την έννοια της σημερινής «φιλανθρωπίας», ήταν η αγάπη για τους ανθρώπους, θα μπορούσαμε να πούμε «ανθρωπισμός».
Από το βιβλίο της Jacqueline de Romilly «ΓΙΑΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ;», (Συμπεράσματα, το άνοιγμα προς τους άλλους), εκδ. «ΤΟ ΑΣΤΥ», Αθήνα 1993
Η Ζακλίν ντε Ρομιγί (26 Μαρτίου 1913 - 18 Δεκεμβρίου 2010) ήταν Γαλλίδα κλασική φιλόλογος και ελληνίστρια. Από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες στο χώρο των αρχαιοελληνικών σπουδών του εικοστού αιώνα, ήταν η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στο Κολέζ ντε Φρανς (Collège de France) και η δεύτερη γυναίκα που ανακηρύχθηκε ισόβιο μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (Académie Francaise). Είναι διάσημη για τις μελέτες της στην αρχαιοελληνική γραμματεία της κλασικής εποχής και ειδικά στον Θουκυδίδη, καθώς και για το εκτεταμένο έργο της σχετικά με την ιστορία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας.
https://ekivolosblog.wordpress.com
---------------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου