Λες και η Ιστορία το κάνει επίτηδες.
Τις ημέρες που η Ελλάδα ζει μέρες οικονομικής υποδούλωσης και εξαθλίωσης του λαού τους πέσανε μαζεμένες και μερικές μεγάλες επέτειοι. Μάχη της Τριπολιτσάς, Θάνατος Καποδίστρια, Ναυμαχία Σαλαμίνας. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ, ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΕΙ, ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ … 28 Σεπτεμβρίου -480. Οι Έλληνες συντρίβουν τον περσικό στόλο
…Είχε ήδη ανατείλλει ο ήλιος της μεγάλης εκείνης ημέρας, κατά την οποία έμελλε να αποφασιστεί η τύχη της Ελλάδας.
Οι δυο στόλοι, όντας αντιπαραταγμένοι, έμειναν για κάποιο διάστημα ακίνητοι, γιατί ο καθένας είχε συμφέρον ν’ αρχίσει ο άλλος τον αγώνα: οι Έλληνες για να εισέλθουν οι Πέρσες εντός του στενότερου λιμανιού της Σαλαμίνας, οι Πέρσες για να προελάσουν οι Έλληνες στον κάπως ευρύτερο χώρο μεταξύ των δύο στομίων του πορθμού.
Ξαφνικά όμως αντήχησε πρώτος ο παιάνας των Ελλήνων, και η σάλπιγγα του Ευρυβιάδη σήμανε την έφοδο, κι επανέλαβαν το σινιάλο οι σάλπιγγες των στρατηγών, και αναβοήσαν τα πληρώματα:
«Ω, παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων` νυν υπέρ πάντων αγών».
Και όρμησε προς τα εμπρός όλη η Ελληνική παράταξη. Αλλά αφού προχώρησε λίγο, και αντήχησε ο αλαλαγμός των βαρβάρων, και βγήκαν με θάρρος τα περσικά πλοία, οι Έλληνες, για να επιτύχουν τον αρχικό τους σκοπό, να παρασύρουν δηλαδή τους εχθρούς εντός του λιμανιού της Σαλαμίνας, άρχισαν να υποχωρούν, όχι τρέποντας τα νώτα, αλλά όπως έλεγαν παλιά, ανακρουόμενοι τις πρύμνες, δηλαδή κωπηλατώντας προς τα πίσω, μέχρι που ακούστηκε ισχυρή φωνή σε όλο το ελληνικό στρατόπεδο:
«Ω ΔΑΙΜΟΝΙΟΙ, ΜΕΧΡΙ ΤΙΝΟΣ ΠΡΥΜΝΗΝ ΑΝΑΚΡΟΥΕΣΘΕ;»
Και τότε, στην αριστερή πτέρυγα ο Αθηναός Αμεινίας του Παλληνέα, αδελφός του Κυνέγειρου του αδελφού του Αισχύλου, διέταξε πρώτος την τριήρη του να κωληλατήσει προς τα εμπρός, και με πολύ ορμή έμπηξε το έμβολο στα πλευρά της επερχόμενης φοινικικής τριήρους, με αποτέλεσμα τα δύο πλοία να μην μπορούν πλέον να χωριστούν. Συγχρόνως, στη δεξιά πτέρυγα, ενέβαλε κατά των εχθρών η τριήρης από την Αίγινα που έφερε τους Αιακίδες, ενώ τρίτος ενεπλέκη ο Νάξιος Δημόκριτος, τον οποίο ύμνησε ο Σιμωνίδης λέγοντα: Δημόκριτος τρίτος ήρξε μάχης, ότε παρ Σαλαμίνα Έλληνες Μήδοις σύμβαλον εν πελάγει· πέντε δε νήας έλεν δηίων, έκτην δ´ υπό χείρα ρύσατο βαρβαρικήν Δωρίδ´ αλισκομένην.
Και έτσι η ναυμαχία γενικεύτηκε.
Για πολύ χρόνο υπήρξε αμφίρροπη γιατί οι άνδρες του περσικού στόλου αγωνίστηκαν γενναιότατα.
Οι Ίωνες λίγο φαίνεται πρόσεξαν τις προτροπές που τους απηύθυνε ο Θεμιστοκλής όταν αναχωρούσε από το Αρτεμίσιο, και κατάφεραν δεινές πληγές στο δεξί κέρας των Ελλήνων. Ιδίως οι Σάμιοι Θεομήστορας και Φύλακος κυρίεψαν πολλές πελοποννησιακές τριήρεις, ενώ οι Αιγηνίτες με κόπο μπόρεσαν αρχικά να τους αντισταθούν.
Πρώτα άρχισαν να υπερισχύουν οι Αθηναίοι στο αριστερό κέρας.
Εκεί ο Θεμιστοκλής, αφού πύκνωσε καλύτερα τα καράβια του, έσπασε τελικά, έκοψε δηλαδή στα δύο, το ημικύκλιο που είχαν σχηματίσει οι Φοίνικες, εκμεταλλευόμενοι τον πλατύ χώρο του βορείου στομίου, αυτού που βρίσκονταν προς την πλευρά της Ελευσίνας, και από τα εχθρικά πλοία άλλα ανάγκασε να προσαράξουν στη στεριά και άλλα να ζητήσουν προστασία πίσω από τα κέντρο.
Οι περσικές μοίρες που είχαν ταχτεί εκεί ταράχτηκαν μόλις είδαν τις φοινικικές τριήρεις να παρασύρονται πίσω τους. Έπειτα από λίγο ο Θεμιστοκλής, ο οποίος δεν μπορούσε να καταδιώξει τα πλοία που είχαν προσαράξει εξαιτίας των περσικών ταγμάτων που είχαν πάρει θέση στην παραλία, στράφηκε δεξιά και εφόρμησε εναντίον του κέντρου.
Για ένα χρονικό διάστημα οι Κύπριοι και οι Κίλικες που πολεμούσαν εναντίον των Ελλήνων που ήταν στο μέσο, άντεχαν υπομονετικά αυτή τη νέα έφοδο που έγινε από τα πλάγια. Αλλά σε αυτή τη μάχη έπεσε ο αρχηγός των Κιλίκων Συέννεσης και τότε άρχισε να υποχωρεί και το εχθρικό κέντρο, το οποίο στριμωχνόταν πότε προς την παραλία και πότε προς την αριστερή πτέρυγα.
Έτσι, το μεγαλύτερο τμήμα του περσικού στόλου μαζεύτηκε στη γωνία που σχηματίζει το νότιο προς τον Πειραιά στόμιο του πορθμού με την παραλία της Αττικής.
Εκεί οι Ίωνες και οι Κάρες, που ήταν παραταγμένοι μπροστά, στην αρχή δεν παρασύρθηκαν από από εκείνο το ρεύμα αυτών που υποχωρούσαν, και άντεχαν πολεμώντας με όλες τους τις δυνάμεις τους Αιγηνίτες και τους άλλους Δωριείς. Ωστόσο, πίσω από αυτούς γινόταν θόρυβος και καταστροφικές προσκρούσεις.
Τα περσικά πλοία της δεξιάς πτέρυγας και του κέντρου, όσα δεν προσάραξαν, καθώς τα καταδίωκαν οι Αθηναίοι, προσπαθούσαν να ξεφύγουν προς τον Πειραιά και το Φάληρο από την αριστερή πτέρυγα. Αλλά πέφτοντας πάνω σε αυτή την πτέρυγα και προσπαθώντας με κάθε τρόπο να περάσουν ανάμεσα, χαλούσε όλο και περισσότερο τη διάταξη των ιωνικών και καρικών πλοίων που ήταν παρατεταγμένα.
Μη μπορώντας λοιπόν να κινηθούν άνετα, έσπαγαν τα κουπιά του άλλου και προξενούσαν ζημιές το ένα στο άλλο με τα έμβολά τους. Έχοντας πια πλησιάσει οι Αθηναίοι ενωμένοι και ενωμένοι πλέον με τους Αιγηνίτες, επιχείρησαν την τελευταία επίθεση στην αριστερή πτέρυγα.
Ο Θεμιστοκλής έδωσε εντολή η τριήρης του να πλεύσει κατά της περσικής ναυαρχίδας. Σε αυτό το πλοίο αρχηγός ήταν ο Αριαβίγνης ο αδελφός του Ξέρξη και στρατηγός των Ιώνων και των Καρών.
Η τριήρης του Θεμιστοκλή πλημμύρισε από βέλη και ακόντια, αλλά ο Αμεινίας ο Παληνέας έμπηξε το έμβολό του στα αριστερά της περσικής ναυαρχίδας. Τότε ο ατρόμητος Αριαβίγνης διέταξε επίθεση πάνω στην πλώρη του Αμεινία και πρώτος όρμησε για να πηδήξει πάνω σε αυτή, αλλά τον έριξαν στο πέλαγος οι Αθηναίοι οπλίτες και η τριήρης του βυθίστηκε. Τη σωρό του γιού του Δαρείου έσωσε η Αρτεμισία που το πλοίο της έπλεε εκεί δίπλα.
Ο Θεμιστοκλής στράφηκε εναντίον άλλου εχθρού, κατά μιας σιδώνιας τριήρους την οποία ήταν έτοιμος να κυριεύσει την ώρα που έφευγε, όταν μια τριήρης των Αιγηνιτών πρόλαβε και άρπαξε τον άθλο.
Η τριήρης αυτή ήταν του Πολύκριτου, γιου του Κρίου ο οποίος για πολλά χρόνια είχε φυλακιστεί στην Αττική με την κατηγορία του μηδισμού.
Τώρα λοιπόν, ο νέος Αιγηνίτης που δεν είχε ξεχάσει την εξευτελιστική συμπεριφορά προς τον πατέρα του, αφού φώναξε από το κατάστρωμά του στο Θεμιστοκλή τον οποίο αναγνώρισε από τη ναυαρχική σημαία: «Τώρα βλέπεις πως μηδίζουν οι Αιγηνίτες», κυρίευσε το πλοίο από τη Σιδώνα μπροστά στα μάτια του ναυάρχου.
Η γενναία Αρτεμισία ακολουθούσε κάπως αργά εκείνο το πλήθος από ναυάγια και φυγάδες όταν ξαφνικά είδε τον Αμεινία να πλέει. Οι Αθηναίοι έτρεφαν μεγάλη οργή γι’ αυτή τη βασίλισσα γιατί είχε διαπράξει μια ξεχωριστή ύβρη: εκστράτευσε μια γυναίκα εναντίον της Αθήνας.
Γι’ αυτό είχαν δοθεί σαφείς διαταγές σε όλους τους τριήραρχους να την πιάσουν ζωντανή και είχε οριστεί γι’ αυτό χρηματική αμοιβή 10000 αττικών δραχμών.
Η Αρτεμισία λοιπόν διέτρεχε το χειρότερο κίνδυνο. Ευτυχώς γι’ αυτή ο Αμεινίας δε γνώρισε το πλοίο της κι εκείνη για να επιβεβαιώσει την πλάνη του όρμησε εναντίον περσικού πλοίου που έφευγε μπροστά της και που αρχηγός του ήταν ο βασιλιάς των Καλυνδέων Δαμασίθυμος, και το καταπόντισε αύτανδρο.
Έτσι, ο Αμεινίας υποθέτοντας από αυτό το γεγονός ότι το πλοίο της Αρτεμισίας ήταν ελληνικό στράφηκε εναντίον άλλων και η Αρτεμισία κατάφερε να σωθεί.
Και το παράδοξο; Ο Ξέρξης που από το θρόνο του παρακολουθούσε με αγωνία όλα όσα συνέβαιναν, βλέποντας αυτή την ενέργεια και αφού αναγνώρισε την Αρτεμισία, θεωρώντας την καλινδική τριήρη ως εχθρική, σύμφωνα με όσα λέγονται φώναξε: «Οι άνδρες μου έγιναν γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες!»
Τόσο βιαστικά έφευγαν πλέον όλοι για το Φάληρο που ξέχασαν να πάρουν το περσικό απόσπασμα που είχαν αποβιβάσει μια μέρα πριν στην Ψυττάλεια αφήνοντάς το στις διαθέσεις των Ελλήνων. Έτσι, κατά το απόγευμα, ο Αριστείδης πέρασε στη νησίδα μαζί με Αθηναίους οπλίτες. Από την άλλη και οι Πέρσες αντιστάθηκαν γενναία. Τελικά όμως σκοτώθηκαν όλοι.