Ο Αρίστιππος ο πρεσβύτερος ήταν φιλόσοφος, μαθητής του Σωκράτη και ιδρυτής της Κυρηναϊκής Σχολής ή Ηδονιστικής Σχολής (435 – 355).
Σε νεαρή ηλικία γνώρισε τη διδασκαλία του Πρωταγόρα. Αργότερα γοητεύτηκε από τη διδασκαλία του Σωκράτη, ήλθε στην Αθήνα και συνδέθηκε στενά μαζί του, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τις συνήθειες της ζωής του και τις αντιλήψεις του.
Ο Ξενοφών (Απομνημονεύματα Α,1 και Γ,8) τον παρουσιάζει να συνομιλεί με τον Σωκράτη και να αναπτύσσει τις ηδονιστικές του θεωρίες. Η φιλοσοφία όμως του Σωκράτη δεν είχε αποφασιστική σημασία για τη ζωή του. Είναι ο πρώτος μαθητής του Σωκράτη ο οποίος μετά τον θάνατο του δασκάλου εμφανίστηκε ως σοφιστής, δηλαδή επαγγελματίας και αμειβόμενος δάσκαλος, αρχικά στην Αθήνα και αργότερα σε άλλες πόλεις, όπου φιλοξενήθηκε από τυράννους, όπως ο Διονύσιος των Συρακουσών, τους οποίους κολάκευε και ζούσε με πολυτέλεια στις αυλές τους.
Δίδαξε ως σοφιστής και έπαιρνε υψηλά δίδακτρα. Χαρακτηριστικό σχετικά είναι και το γνωστό ανέκδοτο, σύμφωνα με το οποίο: ένας επαρχιώτης οδήγησε σ` αυτόν τον γιο του για να μαθητεύσει, αλλά, επειδή ο φιλόσοφος ζητούσε δίδακτρα πολύ ακριβά, ο άνθρωπος του είπε πως με το ποσό αυτό θα ήταν δυνατόν να αγοράσει ένα βόδι. Οπότε ο Αρίστιππος του απάντησε: «Αγόρασε το, λοιπόν, κι έτσι θα έχεις δύο βόδια στο σπίτι σου».
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του ίδρυσε τη φιλοσοφική του σχολή, όπου δίδασκε ότι η γνώση έχει αξία, όταν αυτή συνοδεύεται με πρακτική χρησιμότητα.
Τα αισθήματα τα διέκρινε σε εκείνα που προκαλούν ηδονή και σε εκείνα που προκαλούν πόνο. Η ηδονή από τη φύση της είναι ευάρεστη και αποτελεί αγαθό, ενώ ο πόνος, ως δυσάρεστος από τη φύση του επίσης, αποτελεί κακό. Ύψιστος λοιπόν σκοπός του ανθρώπου είναι η ηδονή και προς αυτόν το σκοπό πρέπει να κατατείνουν όλες οι πράξεις του. Αυτός ο σκοπός εξάλλου κατά τον Αρίστιππο, αποτελεί την έκφραση της ανώτατης ηθικής.
Οποιαδήποτε και αν είναι η επιλογή, απαράβατος πρέπει να θεωρείται ένας όρος, η εγκράτεια. Δεν πρέπει δηλαδή κατά την πραγματοποίηση του μοναδικού σκοπού, που είναι η απόλαυση της ζωής κατά τον καλύτερο δυνατόν τρόπο, να υποταχθεί κανείς στις ηδονές, αλλά να παραμένει κύριος του εαυτού του και των περιστάσεων. Στον διάλογό του Περί του Λαΐδος κατόπτρου (είναι ένας από τους 6 και κατ' άλλους 25 διαλόγους που έγραψε) τον κανόνα αυτό ζωής τον περιγράφει ως εξής:
«Έχω Λαΐδα, ουκ έχομαι. επεί το κρατείν και μη ηττάσθαι ηδονών άριστον».
«Έχω την Λαίδα, όμως δεν με έχει. Ιδανικό είναι το να μπορεί να ελέγχει κάποιος τις ηδονές και να μην εξουσιάζεται απ' αυτές, όχι το να τις αποφεύγει».
Η αντίληψη αυτή περί αυτοκυριαρχίας και ο έρωτας της ανεξαρτησίας τον οδηγούν μακρύτερα, στο αγαθό της ελευθερίας του ατόμου, προς το οποίο τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση. Ο ίδιος προσωπικά, για να μη θυσιάσει την ελευθερία του, κρατήθηκε μακριά από την πολιτική.
Η φιλοσοφική του σχολή στην Κυρήνη άνθησε και άκμασε ως την εποχή των Πτολεμαίων. Η φιλοσοφία του είναι αισθησιοκρατική. Η μόνη πραγματική γνώση μας, λέει, που αποτελεί και κριτήριο για τις πράξεις μας, είναι η ηδονή και ο πόνος που νιώθουμε. Ο σκοπός της ζωής μας επομένως είναι η ηδονή. Αγαθό είναι το ευάρεστο, κακό το δυσάρεστο. Ύψιστο αγαθό είναι η ηδονή που τη διευθύνει η σύνεση και την εξευγενίζει η παιδεία.
«Ν’ αρπάζεις την κάθε στιγμή και να τη χαίρεσαι, γιατί μόνο η στιγμή μας ανήκει». Αυτή είναι η ουσία της φιλοσοφίας του.
Διάδοχοί του είναι ο Ηγησίας, ο Αννίκερις, ο Θεόδωρος, η κόρη του Αρήτη, που δίδαξε τη φιλοσοφία του πατέρα της στο γιο της Αρίστιππο το Μητροδίδακτο, ο οποίος προήγαγε την Κυρηναϊκή φιλοσοφία.
----------------------------------------