«Όταν
δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό,
πώς να υποψιαστούμε ότι όλα είναι
ψεύτικα;» Δημήτρης Λιαντίνης
Σωστή
παιδεία θα ειπεί να μαθαίνεις στους
νέους τη ζωή, και να τους ξεμαθαίνεις
τις δεισιδαιμονίες που από νήπια τους
περνάει μια παράδοση άρρωστη μέσα από
την οικογένεια, την κοινωνία, την
πολιτεία, την εκκλησία, τα μέσα ενημέρωσης,
και τους άλλους παράγοντες της αγωγής.
Το ένα λοιπόν είναι να ριζώσουμε τον
νέο στη ζωή. Το άλλο να ξεριζώσουμε από
μέσα του την ψευτιά. Μαθαίνουμε για τη
ζωή. «Discimus vitae», που έλεγε ο Σενέκας, θα
ειπεί πως κάθε γνώση που περνάμε στο
παιδί, και κάθε δεξιότητα που του
αναπτύσσουμε είναι δεμένα με την
πραγματικότητα όπως το νύχι με το κρέας.
Όχι θεωρίες και λόγια.
Μάθηση
δίκαιη και σωστή, σημαίνει ζωντάνια,
αμεσότητα, σφυγμός μαστιγωμένος, κρούση
κατά μέτωπο με τα πράγματα.
Μη λησμονούμε πως ο τελευταίος στόχος
κάθε παιδείας είναι να διαπλάσει έτσι
τον νέο, ώστε την ορισμένη στιγμή που
θα αποδοθεί στο στίβο της ζωής να μπορεί
να προσαρμόζεται στην άγρια ανάγκη των
πραγμάτων και των ανθρώπων. Ωσάν ξαφνικά
να τον πετάξουμε, πες, Ρομβισόνα Κρούσο
στο νησί. Και να του ειπούμε:
Τώρα
ψάξε να βρεις τον τρόπο για να ζήσεις.
Νίκα την πείνα και τη δίψα σου, το κρύο
και τη μοναξιά. Νίκα την απειλή του
ουρανού και της θάλασσας, και τον αρχέγονο
τρόμο της ύπαρξης. Αυτό σημαίνει το
«discimus vitae». Ο δάσκαλος νά ‘ναι η δύναμη,
πράξη ο μαθητής, και το σχολειό γιορτή.
Όμως αυτό ακριβώς το σημείο είναι ο
κόμπος, και στο δρόμο του Ηρακλή ο
σταυρός. Εδώ προβάλλει η ανάγκη θα
διαλέξεις ανάμεσα στο σωστό και στο
λάθος. Γιατί το πλήθος οι δάσκαλοι δε
μαθαίνουν τα παιδιά για τη ζωή και την
πράξη, αλλά για το σχολειό και τα βιβλία.
Εγώ σου τα λέω, για να τα ειπώ. Και συ μη
σώσεις να τα μάθεις!…
Η
πρώτη εντολή είναι να χτίζουμε την ψυχή
του παιδιού στην πέτρα της ζωής. Η δεύτερη
να καθαρίζουμε από μέσα του τη σκουριά
των προλήψεων. Χωρίς να το ξέρουμε και
χωρίς να το εννοούμε, από τα γεννοφάσκια
του φιδοζώνουμε το παιδί με δεισιδαιμονίες
προλήψεις και μαγικούς κατάδεσμους.
Και με τα δηλητήρια αυτά πνίγουμε την
ψυχή του. Όπως τα ζιζάνια και τα άλλα
αγριόχορτα πνίγουν το στάρι.
Λερναία
Ύδρα είναι οι προλήψεις.
Αγωνιζόμαστε
να αφαιρέσουμε τη φύση μέσα από το παιδί,
και την ανταλλάζουμε με την άρρωστη
γνώμη μας. Και δώστου οι παπάδες με τα
θυμιατά στις γωνιές των κοιμητηρίων.
Για να βουτάνε τα όβολα των πονεμένων.
Σαν το φίδι κοιτάνε πώς να μαγνητίσουν
το θύμα. Άσε πια όταν τύχει να τους ιδείς
να πιάνουνται σε πρόστυχο καβγά για τον
πελάτη. Χάρμα.
Και
δώστου το τροπάρι για την καλή ψυχή και
τα καλά στερνά. Να γίνεις δίκαιος και
να γίνεις καλός για τους άλλους. Να
πηγαίνεις το δείλι στο παρεθύρι, και να
διαβάζεις τη Θεία Γραφή και τη Χαλιμά,
που έλεγε της θυγατρός της η «Γυναίκα
της Ζάκυθος». Εσύ ν’ αγιάσεις. Και μην
προσέχεις που οι άλλοι είναι λύκοι
έτοιμοι να σε φάνε. Και προπαντός αυτό:
Τα μάτια σου τέσσερα για τον Ουρανό και
τη Βασιλεία του. Και δώστου τα σακιά το
αλεύρι και οι ασπιρίνες. Να στέλνουμε
οι πολιτισμένοι στους λιμοκτόνους της
Αφρικής και της Ασίας κατά τις σιτοδείες
και τις μεγάλες στέγνιες. Τους παίρνουμε
το άλογο, κι απέ γενναιόδωρα τους
χαρίζουμε το πέταλο. Έχεις ακουστά για
το χαλκό της Χιλής, και για το ουράνιο
στο πρώην γαλλικό Κογκό;
Η
στρατηγική να καταστρέφεται το φυσικό
τοπίο του παιδιού με τις προλήψεις είναι
σκόπιμη, κατευθυνόμενη, κακουργηματική
τρις και τετράκις σε θάνατο, και απάνθρωπη.
Οι έξυπνοι, λίγοι, ασελγούν στο σώμα της
συνείδησης των αφελών πολλών. Όπου η
αφέλεια των τελευταίων παίζει το ρόλο
του μαστρωπού και του ρουφιάνου.
Έτσι,
όταν τα παιδιά μας φτάνουν στην ηλικία
να δώσουν τον όρκο του άντρα, και όταν
οι κοπέλες μας φτάνουν στην ώρα τους,
γίνουνται ωραίες -δηλαδή, έχουνε χωριστεί
σε δύο τάξεις. Η μία, που είναι η μάζα
σχεδόν του συνόλου, έχει αφομοιώσει το
δηλητήριο της ψευτιάς. Και έχει
ανοσοποιηθεί στα υδροκυάνια και στα
κώνεια, κατά τον τρόπο του παλαιού
εκείνου Μιθριδάτη. Είναι η πλαστική
στόφα ανθρώπου, τα μηχανημένα νευρόσπαστα,
που παραλαβαίνουν τη σκυτάλη των
προλήψεων και αναπαράγουν το ίδιο στις
νέες γενεές.
Η άλλη είναι η τάξη που
καταλογογραφεί τους Ελάχιστους. Ετούτοι
είναι οι χρηστηριασμένοι από κάποια
βούληση, και οι φορτοβαστάκτες της
προσωπικής τους ευθύνης. Λίγοι, αλλά
όλοι τους, ξανασαρκώνουν τον Ορέστη,
τον πρίγκιπα Μύσκιν, τον Τσε Γκεβάρα,
τον ποιητή Σέλλεϋ, τον Άμλετ τον Δανό.
Καθώς τους μαστιγώνει η οργή της αλήθειας,
ο τρόμος της εμορφιάς, και το μεγαλείο
του ανθρώπου. Περνούν και πηγαίνουν να
απαντήσουν τη μοίρα τους… Και ζητούν
να μάθουν την αλήθεια, έστω κι αν είναι
να τους τυφλώσει. Όπως εζήτησε να μάθει
την αλήθεια ο Οιδίποδας, και όταν την
έμαθε έβγαλε ο ίδιος τα μάτια του.
Κάτω
από τυφλωτικές καταλαμπές και θερινές
καταιγίδες όλοι αυτοί κρατούν μέσα τους
τον άνθρωπο όρθιο και στο φυσικό του
ανάστημα. Που πάει να πει: Λεύτερο από
ψευτιές και δεισιδαιμονίες
Όμως
το φως δεν το αντέχει ο μισότυφλος.
Θυμηθείτε τους πεδουκλωμένους στην
παραβολή της Σπηλιάς του Πλάτωνα. Όταν
ο φωτισμένος οδηγητής τους βγάζει από
τα σκότη και ζητεί να τους ξαναφέρει
εμπροστά στον ήλιο, πονούν τα μάτια
τους, φεύγουν το φως, και ξαναγυρίζουν
στα σκοτάδια τους…
Ο
καλόγερος μαμελούκος, όσο αμβλύνους
και νά ‘τανε, την αλήθεια την οσμιζότανε
κάπου στον αέρα. Ότι, δηλαδή, το να
ξεριζώνεις τις προλήψεις από τα παιδιά
είναι όμοιο με το να φέρνεις στις
κοινωνίες τη δικαιοσύνη και την τάξη…
Η ιστορία του Έλληνα δάσκαλου έχει τη
δική της Ιερή Εξέταση, και τις Επιτροπείες
της. Είναι αυτές που έκαιγαν βιβλία και
ανθρώπους. Η φάρα του Εξαρχόπουλου, του
Σκιά, του Μεγαρέα, του Οικονόμου, του
Κουκουλέ, του Καλλιάφα. Και των άλλων
με τη μίζερη βολή και την τετραπέρατη
μυωπία. Ο Αμίλκας Αλιβιζάτος μίλησε για
δυσώδη εγωισμό και ταπεινά νιτερέσα.
Αντικρύ στους αετούς και τα ύψη χαμοπετάνε
και πηδοκοπούν ετούτοι οι κόρακες και
οι γύπες.
Τη θανάσιμη αλλά και ηρωϊκή
αντιπαράθεση την έχει παραστήσει ο
Πίνδαρος από τον παλαιό καιρό:
«Κόρακες,
με ακράτητη γλώσσα ανόητα γαυριούν,
παραβγαίνοντας τον αετό, το θεϊκό όρνιο
του Δία».
Πηγή:
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Τα Ελληνικά»
(Δημήτρης Λιαντίνης)