Μέσω τῶν ἀνταποκρίσεών του, γνώρισε τὸ εὐρὺ κοινὸ τῆς ἐποχῆς, τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφή.
Ἦταν παρῶν στὴν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν στὴν Θράκη, ποὺ ἀκολούθησε τὴ συνθήκη τῶν Μουδανιῶν τὸ 1922.
Μέσα ἀπὸ τὸ λογοτεχνικό του ταλέντο, ὁ συγγραφέας δίνει συγκλονιστικὲς περιγραφὲς μίας περιόδου ποὺ ἔχει σημαδέψει τὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων.
«Ὁ ἄντρας σκεπάζει μὲ μία κουβέρτα τὴν ἐτοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στὸν ἀραμπά γιὰ νὰ τὴν προφυλάξῃ ἀπὸ τὴ βροχή.
Ἐκείνη εἶναι τὸ μόνο πρόσωπο ποὺ βγάζει κάποιους ἤχους [ἀπὸ τοὺς πόνους τῆς γέννας].
Ἡ μικρὴ κόρη τους, τὴν κοιτάζει μὲ τρόμο καὶ βάζει τὰ κλάματα.
Καὶ ἡ πομπὴ προχωρᾶ… Δὲν ξέρω πόσο χρόνο θὰ πάρῃ αὐτὸ τὸ γράμμα νὰ φτάσῃ στὸ Τορόντο, ἀλλὰ ὅταν ἐσεῖς οἱ ἀναγνῶστες τῆς Στὰρ τὸ διαβάσετε, νὰ εἶστε σίγουροι ὅτι ἡ ἴδια τρομακτική, βάναυση πορεία ἑνὸς λαοῦ ποὺ ξεριζώθηκε ἀπὸ τὸν τόπο του, θὰ συνεχίζῃ νὰ τρεκλίζῃ, στὸν ἀτέλειωτο λασπωμένο δρόμο πρὸς τὴ Μακεδονία». (Toronto Star, 20 Ὀκτωβρίου 1922)
Τά φορτωμένα κάρα τῶν προσφύγων,
περνοῦν μέσα ἀπό τήν Ἀδριανούπολη. Ἀρχές Ὀκτωβρίου 1922 |
Τριάντα χιλιόμετρα μὲ κάρα ποὺ τὰ σέρνουν βόδια, ταύροι καὶ λασπωμένα βουβάλια, μὲ ἐξουθενωμένους, κατάκοπους ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ νὰ περπατοῦν στὰ τυφλά…».
Τὸ ἀντικειμενικὸ ρεπορτὰζ -ἡ ψυχρὴ ἀποτύπωση ἑνὸς ἱστορικοῦ γεγονότος- ἐξελίσσεται σταδιακὰ σὲ ἀπόγνωση καὶ κραυγὴ διαμαρτυρίας γιὰ τὰ δεινὰ τῶν μετακινούμενων πληθυσμῶν.
Ὁ δημοσιογράφος, καταδεικνύει, μεταξὺ ἄλλων, τὰ ὀλέθρια διπλωματικὰ καὶ στρατιωτικὰ σφάλματα τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως. Στὶς 3 Νοεμβρίου τοῦ 1922 ἀπὸ τὸ Μουρατλὶ σημειώνει τὸν τραγικὸ ἐπίλογο τῆς προδοσίας:
«Καθῶς γράφω, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ξεκινάει τὴν ἐκκένωση τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης.
Οἱ στρατιῶτες παρελαύνουν σκυθρωπά…
Ἐγκατέλειψαν τὶς καμουφλαρισμένες θέσεις τῶν πολυβόλων, τὶς ὁχυρωμένες καὶ γεμάτες συρματόπλεγμα κορυφογραμμὲς, ἐκεῖ ὅπου εἶχαν σχεδιάσει νὰ δώσουν τὴν τελικὴ μάχη ἐναντίον τῶν Τούρκων. Αὐτό εἶναι τὸ τέλος τῆς σπουδαίας ἑλληνικῆς στρατιωτικής περιπέτειας.
Ἀκόμα καὶ στὴν ἐκκένωση, οἱ Ἕλληνες φαίνονται καλοὶ στρατιῶτες.
Ἔχουν ἕναν ἀέρα θαρραλέας ἐπιμονῆς ποὺ θὰ σήμαινε δύσκολα ξεμπερδέματα γιὰ τὸν Τοῦρκο, ἂν ὁ στρατὸς τοῦ Κεμᾶλ ἔπρεπε νὰ πολεμήσῃ γιὰ τὴ Θράκη, ἀντὶ αὐτὴ νὰ τοῦ δοθῇ ὡς δῶρο στὰ Μουδανιά.
Ὁ λοχαγὸς Οὐίταλ τοῦ ἰνδικοῦ ἱππικοῦ (…), μοῦ εἶπε τὴν ἐκ τῶν ἔσω ἱστορία τῆς ἴντριγκας ποὺ ὁδήγησε στὴν κατάρρευση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὴ Μικρὰ Ἀσία:
»Οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες ἦταν πολεμιστὲς πρώτης κατηγορίας.
Εἶχαν καλοὺς ἀξιωματικούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑπηρετήσει μὲ τοὺς Βρετανοὺς καὶ τοὺς Γάλλους στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὑπερτερούσαν τοῦ κεμαλικοῦ στρατοῦ. Πιστεύω ὅτι θὰ καταλάμβαναν τὴν Ἄγκυρα καὶ θὰ ἔβαζαν τέλος στὸν πόλεμο, ἂν δὲν εἶχαν προδοθεῖ…..».
Εἶναι οἱ τελευταῖοι ἀπὸ τὴ δόξα ποὺ ἦταν κάποτε ἡ Ἑλλάδα.
Αὐτό εἶναι τὸ τέλος τῆς δεύτερής τους πολιορκίας, τῆς Τροῖας.» (Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922).
«Βρίσκομαι σὲ ἕνα ἄνετο τρένο, ἀλλὰ μὲ τὴ φρίκη τῆς ἐκκένωσης τῆς Θράκης, ὅλα μοῦ φαίνονται ἀπίστευτα. Ἔστειλα τηλεγράφημα στὴ «Στὰρ» ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη.
Δὲν χρειάζεται νὰ τὸ ἐπαναλάβῳ.
Ἡ ἐκκένωση συνεχίζεται…. Ψιχάλιζε. Στὴν ἄκρη τοῦ λασπόδρομου ἔβλεπα τὴν ἀτέλειωτη πορεία τῆς ἀνθρωπότητας νὰ κινεῖται ἀργὰ στὴν Ἀδριανούπολη καὶ μετὰ νὰ χωρίζεται σ’ αὐτοὺς ποὺ πήγαιναν στὴ Δυτικὴ Θράκη καὶ τὴ Μακεδονία.
Δὲ μποροῦσα νὰ βγάλῳ ἀπὸ τὸ νοῦ μου τοὺς ἄμοιρους ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονταν στὴν πομπὴ γιατὶ εἶχα δεῖ τρομερὰ πράγματα σὲ μία μόνο μέρα.». (Toronto Star, 14 Νοέμβρη 1922)
«Ὅ,τι καὶ νὰ πῇ κανεῖς γιὰ τὸ πρόβλημα τῶν προσφύγων στὴν Ἑλλάδα, δὲν πρόκειται νὰ εἶναι ὑπερβολή».
Γράφει γιὰ τὸν τρόμο τῶν κατοίκων, ποὺ ὁπλίζονται γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἀπειλή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἐφησυχασμό τους, ὅταν ἐμφανίζεται ὁ βρετανικὸς στόλος. Γράφει γιὰ τὰ καραβάνια τῶν προσφύγων καὶ γιὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἀπὸ τὴ Θράκη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου