Ω άνακτα, προστάτη της Πυθώνος (σ.σ: των Δελφών), μακροβόλε, μάντη, που σου έλαχε η απόκρημνη και βραχώδης κορφή του Παρνασσού, την αρετή σου εξυμνώ, και συ χάρισέ μου αγαθή φήμη.
Αφύπνισε στην καρδιά μου τον αληθινό λόγο, για να ψάλω στις διασκορπισμένες φυλές των ανθρώπων ύμνο μελωδικό, σύμφωνα με της Μούσας τους κανόνες και με συνοδεία άρπας καλοκουρδισμένης, γιατί τώρα, Λυράρη, καθώς ψάλλω σε σένα τον ύμνο, με παρακινεί η καρδιά μου να φανερώσω πράγματα που ποτέ πριν δεν είπα, όταν παρασυρόμενος από τη βακχική μανία και την απολλώνια, αποκάλυψα τα φοβερά βέλη στους θνητούς και τα γαλήνια όργια (σ.σ: Ιερά έργα) στους μύστες.
Και πρώτα τους φανέρωσα την ακαθόριστη ανάγκη του αρχέγονου χάους και τον Κρόνο πώς στην απέραντη αγκαλιά του τον Αιθέρα γέννησε, καθώς και τον διφυή, με την πύρινη ματιά, ένδοξο Έρωτα, [10-14 ὡς ἐλόχευσεν ἀπειρεσίοις ὑπό κόλποις Αἰθέρα καί διφυῆ, πυρσωπέα, κυδρόν Ἔρωτα] ξακουστό γιο της αιώνιας Νυκτός, που οι νεώτεροι Φάνητα αποκάλεσαν, αφού πρώτος φανερώθηκε.
Επίσης αποκάλυψα τα τέκνα της ισχυρής Βριμούς και τα έργα τα αόρατα των Γηγενών, οι οποίοι, παίρνοντας δεινό σπέρμα απ' τον Ουρανό, έπλασαν το προηγούμενο γένος των θνητών που κατοικούν πάντα στην απέραντη γη.
[15-19 Βριμοῦς τ’ εὐδυνάτοιο γονάς, ἠδ' ἔργ' ἀΐδηλα Γηγενέων, οἵ λυγρόν ἀπ' οὐρανοῦ ἐκμάξαντο σπέρμα γονῆς, τό πρόσθεν ὄθεν γένος ἐξεγένοντο]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου