Ο
Θεομπαίχτης κάνει έργον του τη θρησκεία· εκμεταλλεύεται τον Ουρανό, για να ζη
στη Γη. Τα λόγια του πνένε φόβον Θεού. Προσέχει αυστηρά στες νέες ιδέες μην
έχουν τίποτε αντιθρησκευτικό, ή αλλόθρησκο· και όταν δεν τους το εύρη, τους το
πλάθει· και είν' εκείνο ένα τι αξιοζούμενο δι' αυτόν, επειδή του δίνει την
ευκαιρία να κατηγορήση τον νεοτεριστήν ως άθρησκον και μ' εκείνο να δείξη
αφοσίωσην εις τα θεία.
Έτσι,
αν ήναι τοκογλύφος, ρίχτει πέπλον παχυλόν απάνου στα στραγγουλίσματα που κάνει
στους οφειλέτας του. Αν ήναι τραπεζορρίχτης, 'ξαναποχτά εμπιστοσύνην, και νέα
κεφάλαια παρακαταθήκης. Αν κερδοσκοπή απάνου στας ψήφους των χυδαίων, αποχτά
υπόληψην μέσα στον όχλο, γένεται κομματάρχης, και λαβαίνει θέσην σπουδαίου
ανδρός εις την κοινωνίαν.
Ο Θεομπαίχτης
επιθυμεί να προβαίνουνε κάθε τόσο νεοτερισταί και αλλόθρησκοι στην κοινωνίαν,
επειδή τούτοι του δίνουνε δουλειά και ωφέλειες. Καθένας από τούτους είναι μία
αβαρία, της οποίας εκείνος αυτοδικαίως γένεται Πρόξενος, και την διεξάγει εις
όλην ωφέλειάν του.
Είναι
δε ο Θεομπαίχτης φρόνημος άνθρωπος. Συνήθως αποφεύγει τους θορύβους και τας
συζητήσεις· και ευχαριστείται μόνον εις την εν ασφαλεία διαβολήν και
συκοφαντίαν.
Άλλως,
εντυπώνεται βαθέως εις την ενυπάρχουσαν διαφθοράν των ηθών, και την αψηφισίαν των
παλαιών εθήμων. Είναι ταχτικός εις την εκκλησίαν του· και δεν λείπει από κανένα
από τα έθημα του Τόπου.
Ο
Θεομπαίχτης πασχίζει να συσταίνεται, και πραγματικώς συσταίνεται, κοντά στους
απλούς ανθρώπους διά του εισδύοντος πονηρού εξωτερικού του. Αλλ' είναι
αποτρόπαιος άνθρωπος· και κάθε νοήμων και τίμιος συμπολίτης του τον συχαίνεται
και τον αποφεύγει. Οι μόνοι ανόητοι τον υπολήπτονται, και εκείνοι είναι τα
μπαίγνιά του, και στην περίσταση τα θύματά του.
Ο
μοναστηρισμός είναι μασονισμός. Ο Καλόγηρος είναι Μασόνος. Μέσα
στον περίβολο του μοναστηριού του, περιβάλλεται και τούτος τη μασονική
καλογηροσύνη του, και γένεται μέλος ένορκον της Μοναστηρικής Εταιρίας.
Ενδύνεται
καθώς ενδύνονται οι συνεταίροι του· θρέφεται καθώς θρέφοντ' εκείνοι· διάγει
καθώς διάγουν και πιστεύει όσα και όπως τα πιστεύουν και οι λοιποί συγκαλόγηροί
του. Όροι όλοι τούτοι, χωρίς τους οποίους δεν ήθελ' είναι δεχτός εις τη
Μοναστηρική Λέσχη.
Ως
Μασονία, ο μοναστηρισμός έχει και τούτος το μυστικό του. Το μυστικό του
Καλογήρου είναι να εξασφάλιση διά βίου τη συντήρησή του, να ζήση εν σχετική
ανέσει την όλην ζωήν του· και, αν τα χαρτιά λένε αλήθεια, να αξιωθή έπειτα και
τον Ουράνιον Παράδεισον.
Είναι
αληθινόν ότι η ζωή στα Μοναστήρια μας είναι βρομοζωή, ζωή χτηνώδης και
αποτρόπαιη· αλλά και ο καλόγηρός μας είναι σχεδόν πάντοτε κ' εκείνος της
ύστερης κοινωνικής τάξεως. Ώστε, διά όση βρόμα και φτωχοφαγια 'μπορή να είναι
στο Μοναστήρι, ο νεοσύλεχτος ευρίσκει εκεί μέσα ανάλογον χορτασμόν, και
ευλογημένην ξεγνοιασιά και αφροντισία.
Ευχαριστείται
ο καλόγηρός μας εις τη ζωοτροφία του· επειδή, ως ο ίδιος ομολογεί, έχει πάντοτε
ποικιλίαν φαγητών. Ποτέ δύο 'μέρες αράδα τα ίδια πράμματα. Αν εψές έφαε σκόρδο,
σήμερα τρώει κρεμύδι, αύριο πράσα, την άλλη αλιάδα, και την κυριακή όσπριο.
Όσοι
από τούτους γραμματισμένοι, και ξέρουν να καππακίζουνε, διαβάζουνε τα συναξάρια
εις τα οποία καταγοητεύονται. Δι' αυτούς, το άκρον άωτον των ανθρωπίνων
ατενισμών, ήθελ' είναι να έχη κανείς μια 'μέρα ένα συναξάρι με θαύματα 'δικά
του, και με τίτλον «Άγιος».
Συμβαίνει
δε κάποτε που κάποιος από τους δυστυχείς τούτους, κυριεύεται τόσον από την ιδέα
της αγιωσύνης, οπού αθετεί την πραγματικήν του ύπαρξην, 'βγαίνει από τα σωστά
του, και γένεται παίγνιον της ιδέας του. Θέλει ν' αγιάση, και το θέλει με
απόφαση.
Είναι
τότε που ο πονηρός εχθρός των ανθρώπων, ο δοξομανής εκείνος αντίθεος, ο
επισκεφτόμενος τας μονάς ως ο οικοκύρης τον Ορνιθόνα του, εμπήκε ήδη στο κελί,
και φυσάει στα μυαλά του Καλόγηρου... Και είναι τότε που, υπό το βάρος της
θρησκευτικής του φιλοδοξίας, το 'μπαίγνιο τούτο του Πειρασμού γομπιάζει,
καχεχτεί, σοβαρούται, και δίνει στον εαυτόν του αέρα ταπεινής μεγάλης ιδέας!...
Οι
απόγονοι μια 'μέρα θαν τον προσκυνήσουνε, προσφέροντες εις το λείψανο του
θυμιάματα, και πανηγυρίζοντες το όνομά του!...
Ήδη
βλέπει με την αρρωστημένη φαντασία του τες γυναικούλες του μέλλοντος να
τρέχουνε στην καθέδρα του, ποια με κερί-λαμπάδα, ποια με λάδι για το καντίλι
του, ποια με λιβάνι, και ποια με άλλα.
Άλλες
πάλε να έρχονται 'ξυπόλητες οχ τη χώρα, τάμμα κ' εκείνο για το παιδί τους... Οι
παπάδες ν' ανοίγουν' την ασημένια κάσα του, και επί πληρωμή ναν τόνε δείχνουνε
σε προσκυνητάδες και προσκυνήτριες!...
Κοντσά
δουλειά ν' αγιάση κανείς, και ν' αξιωθή τιμές τέτοιες!
Άμποτε
τα κλείθρα τούτα της πονηρίας, της βλακίας, της αποχτηνώσεως, να μη φθάσουν τον
σημοτινόν εικοστόν αιώνα. Οι άνθρωποι τότε να φιλοτιμώνται αλλέως. Και η
γυναικούλες, νοημονέστερες απ' ό,τι είναι σήμερα, να μεταχειρίζονται καλήτερα
τον καιρό τους, τα χρήματα τους, και την αθρωπιά τους.
ΑΝΔΡΕΑΣ
ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ (1811 – 1901) , Ιδού ο
άνθρωπος
.........................
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ δεν ήταν καθόλου άθεος. Κατέχεται από θρησκευτικό
συναίσθημα, θα έλεγα, βαθύτατο. Είναι οπαδός της θρησκείας του Χριστού, αλλά με
τρόπο ορθολογικό και φιλελεύθερο: δεν έχει μεταφυσικές ανησυχίες· ερμηνεύει τον
χριστιανισμό ως θρησκεία της αρετής και αρνείται όλες τις εκδηλώσεις της
λατρείας· πιστεύει δηλαδή σε μια «λογική» θρησκεία, που εξασφαλίζει στον
άνθρωπο την ηθική του ευδαιμονία. Η «μυστική» πνευματικότητα της Ορθοδοξίας τον
άφησε εντελώς ασυγκίνητο, ακριβώς γιατί του έλειπε ο συναισθηματικός κραδασμός.
Αλλά η
στάση της Εκκλησίας απέναντί του υπήρξε βάναυση, παράνομη και άστοχη. Δεν
ανέχτηκε η Εκκλησία τις θρησκευτικές απόψεις ή έστω παρεκκλίσεις των Μυστηρίων
της Κεφαλονιάς και προχώρησε σε πράξη ανεπίτρεπτη, τον μοιραίο εκείνον αφορισμό
του 1856. Αλλά η πράξη αυτή (όσο και αν οι αφορισμοί ήταν κάτι το συνηθισμένο
για κοινά αδικήματα τότε) δεν είχε νομικό και ηθικό έρεισμα και, αντίθετα με
τον σκοπό στον οποίον απέβλεπε, προκάλεσε κοινωνική αναστάτωση και ταραχή. Ο
αφορισμός δηλαδή εκείνος λειτούργησε ως πράξη ανελεύθερη και βάρβαρη και τη μεν
Εκκλησία την εξέθεσε ως αφόρητα καθυστερημένη, ενώ τον Λασκαράτο όχι μόνο δεν
τον έθιξε, αλλά τον μυθοποίησε και εν πολλοίς τον δικαίωσε.
Το 1899
ο φωτισμένος ιεράρχης της Κεφαλονιάς Γεράσιμος Δόριζας (1851–1901), φίλος και
θαυμαστής του, θα ζητήσει από τη Σύνοδο την άρση του αφορισμού του, πράγμα που
θα γίνει στις 19 Ιανουαρίου του 1900. Τη νύχτα της 23 προς 24 Ιουλίου του 1901
ήρθε γαλήνια το τέλος. Έτσι, ο πρώην απόβλητος της Εκκλησίας θα κηδευτεί με
όλες τις τιμές – και με πανελλήνια αναγνώριση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου