Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ – ΣΟΦΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΟΥ, ΕΝΑΣ ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΠΟΥ ΣΦΡΑΓΙΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΤΟ 1910
Κείμενο: Αργυρώ Μποζώνη
Τη Μεγάλη Πέμπτη του 1910 ο λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος Περικλής Γιαννόπουλος, πατέρας του πνευματικού κινήματος του ελληνοκεντρισμού, που όσο κανένας άλλος επηρέασε τη γενιά του ’30, στα 41 του χρόνια, σκηνοθετεί και εκτελεί με μεγαλοπρέπεια την τελευταία πράξη της ζωής του, το τέλειο έργο του. Το είχε προσχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια. 
Στεφανωμένος, γυμνός, επάνω στο άσπρο άλογό του μπαίνει στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στο κεφάλι. Προηγουμένως είχε κάψει πολλά ανέκδοτα έργα του (κατά μαρτυρίες μια ολοκληρωμένη εργασία περί αρχιτεκτονικής, καθώς και διηγήματα φαντασίας), λέγοντας ότι αφού η Ελληνική Φύσις τα ενέπνευσε στον ίδιο, θα τα ενέπνεε και σε άλλους στο μέλλον.
Το νεκρό του σώμα βγήκε στη στεριά μετά από δέκα ημέρες. Ο τρόπος του θανάτου του, όσο και ο ίδιος ο θάνατός του, συγκλόνισαν την κοινωνία και τον τύπο της εποχής. Για πολλές ημέρες η ζωή και ο θάνατός του μονοπωλούσαν τις στήλες των εφημερίδων, οι οποίες δημοσίευαν τόσο για τον τρόπο του θανάτου του, όσο και άγνωστα περιστατικά της ζωής του. Τα μαλλιά του μετά από δέκα μέρες στη θάλασσα είχαν γίνει κατάλευκα. Ο Γιαννόπουλος φορούσε λευκή φανέλα, κοστούμι και γάντια γκλασέ. Το ρολόι που βρέθηκε στην τσέπη του, είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά. Ο αστυνομικός Ελευσίνος, διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία. Εκεί έμεινε ως την άλλη μέρα το πρωί που έγινε η κηδεία. Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε: «…διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ’ αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν. Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των.» (Εφημερίδα «Πατρίς» 22/4/1910)
Η μια από τις δυο αυτές γυναίκες ήταν η Σοφία Λασκαρίδου. Έμαθε για την αυτοκτονία του Γιαννόπουλου με τον πιο τραγικό τρόπο, μέσα στο τραίνο που την έφερνε από τη Γερμανία. Την μετέφεραν στο σπίτι της σχεδόν αναίσθητη και κάθε βράδυ έκαιγε από πυρετό. Ένα πρωί σηκώθηκε νωρίς από το κρεβάτι και ντύθηκε. Τον είχε δει στον ύπνο της. Κατέβηκε στον κήπο της, έκοψε λουλούδια και κατευθύνθηκε προς τον Σκαραμαγκά. Ήταν η ημέρα που η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του. «Είχε περάσει δεκατρείς ημέρες στη θάλασσα. Αλλά ήταν πάντα ωραίος. Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και το φίλησα. Τα δάκρυά μου έπεφταν στα κλειστά του μάτια, έβρεχαν το πρόσωπό του. Έκλαιγε κι εκείνος μαζί μου. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Πόσο γαλήνια, Θεέ μου, ήταν η μορφή του», έγραψε αργότερα.
«Ο Γιαννόπουλος ήταν ένας ωραιότατος νέος, λεβέντης κυπαρισσόκορμος,αλαβάστρινος, με θαυμάσια σαγηνευτικά, γαλανά μάτια, ένας αρχαίος Έλληνας με περιβολή δανδή, δικής του συνθέσεως, ζακέτα γκρι-περλ, χιονάτο πλαστρόν, που διετηρείτο πάντοτε άσπιλο και, αντί άνθους, ένα… γαϊδουράγκαθο στην κομβιοδόχη. Ήταν μια εμφάνιση άφθαστα κομψή, φυσικά εντυπωσιακή και παρ’ όλη την ιδιορρυθμία της αντρίκια κι’ επιβλητική», γράφει ο θεατρικός συγγραφέας και χρονογράφος Σπύρος Μελάς.
Ήταν γιος του Ιωάννη και της Ευδοκίας Θεοφράστου Χαιρέτη. Καταγόταν από την αρχοντική κρητική, βυζαντινής καταγωγής, οικογένεια Χαιρέτη, της οποίας μέλη είχαν εγκατασταθεί στην Πάτρα. Ο Γιαννόπουλος είχε σπουδάσει νομικά και από το 1894 ξεκινά να δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων των Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Ουάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθώς και δικά του «πεζά ποιήματα». Από το 1899 αρθρογραφεί στις εφημερίδες Ακρόπολις, Το Άστυ, Εστία κ.ά. και στα περιοδικά Κριτική, Παναθήναια, Ο Νουμάς. Με εντελώς προσωπικό ύφος και γλώσσα και ασυγκράτητο πάθος, εκφράζει τις ελληνοκεντρικές του ιδέες και καταγγέλλει τα κατ’ αυτόν αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας – προπαντός την ξενομανία, τον «φραγκοραγιαδισμό» όπως τον ονόμασε ο ίδιος. Από άλλους θεωρείται απλώς ρομαντικός και ωραίος τρελός, από άλλους υβριστής, άλλοι όμως αναγνωρίζουν από την πρώτη στιγμή την πρωτοτυπία του και εμπνέονται από αυτόν. Αν και ο Γιαννόπουλος ευτύχησε να είναι πολύ γνωστός και να έχει αφοσιωμένους φίλους στον πνευματικό κόσμο των Αθηνών, εν τούτοις δεν ευτύχησε να έχει την ευρύτερη αποδοχή που ποθούσε ως συγγραφέας, πόσο μάλλον να αναμορφώσει κατά το όραμά του την ελληνική κοινωνία.
Η Σοφία Λασκαρίδου ήταν κόρη του Λάσκαρη Λασκαρίδη και της Αικατερίνης Χρηστομάνου, πρωτοπόρου παιδαγωγού. Γεννήθηκε το 1882 και ήταν όμορφη, πλούσια και πεισματάρα. Αγαπούσε τη ζωγραφική και ήταν η πρώτη γυναίκα που φοίτησε στην Καλών Τεχνών. Πριν από το Σχολείο Καλών Τεχνών, όπου υπήρξε μαθήτρια του Νικηφόρου Λύτρα και του Γεώργιου Ιακωβίδη, είχε φοιτήσει στο Παρίσι. Η είσοδός της στην Καλών Τεχνών ήταν μια προσωπική της νίκη, το ζήτησε η ίδια από τον Βασιλιά Γεώργιο. Ασυνήθιστη προσωπικότητα για την εποχή της, ήταν αυτή που ενέπνευσε στον Ξενόπουλο τη Στέλλα Βιολάντη. Το μελαχρινό κεφάλι της είχε στο νου του ο συγγραφέας όταν έπλαθε την ηρωίδα του. Είχε ιδέες ελεύθερες και μοντέρνες και το σπίτι της τις υποστήριζε. «Ήµουν απόλυτα ελεύθερη. Μεγάλωσα µε την απέχθεια του ψεύδους και της υποκρισίας. Είχα πάντα το θάρρος και την ευθύνην των πράξεών µου.  Αλλά ο ιδιόρρυθµος  χαρακτήρας µου, ήταν αδύνατο να συµµορφωθεί µε τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής εκείνης, ώστε δεν ήταν δυνατόν να µην παρεξηγηθεί ο τρόπος ζωής µου». Μια μέρα ο πατέρας της, της έδωσε ένα περίστροφο: «Δεν πρέπει να κυκλοφορείς άοπλη, αφού απομακρύνεσαι τόσο πολύ από το σπίτι». Η Σοφία πήρε το περίστροφο και το έκρυψε στην τσάντα της. Ήταν το περίστροφο που θα στερούσε ύστερα από μερικά χρόνια τη ζωή του Περικλή Γιαννόπουλου.
Περικλής Γιαννόπουλος και Σοφία Λασκαρίδου γνωρίστηκαν τυχαία στην Καλλιθέα το 1899. Εκείνη επέστρεφε στο σπίτι της,  στο οποίο σήμερα βρίσκεται η Δημοτική Πινακοθήκη της Καλλιθέας, η στέγη των έργων της. Εκείνος μάζευε λουλούδια όπως συνήθιζε στους ατελείωτους περιπάτους του στην ύπαιθρο. «Ερχόταν αντίθετα από εμένα», διηγείται η Σοφία Λασκαρίδου. «Λίγα βήματα μας χώριζαν. Στάθηκε. Στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλο του και τα χρυσά του μαλλιά έλαμψαν στο φως του ήλιου. Είδα τον ουρανό στα μάτια του»Ψιθύρισε: «Η ομορφιά σας με θάμπωσε». «Και εμένα η δική σας», του απάντησα. «Έσκυψε βιαστικά το κεφάλι, χαιρέτησε και με προσπέρασε». Έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη ιστορία αγάπης που διήρκεσε μέχρι το τέλος. Χωρίς αίσιο τέλος. Η ίδια γράφει για τον πρώτο τους περίπατο, «ήταν μια ονειρεμένη πορεία». «Περάσαμε τον Ιλισό πηδώντας πάνω από τα λευκά του χαλίκια. Ανεβήκαμε πίσω από το μνημείο του Φιλοπάππου και βρεθήκαμε σε έναν κάμπο γεμάτο ασφοδελούς. Καθίσαμε στο λόφο να ξεκουραστούμε. Ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες του ακτίνες. Τα σύννεφα έπαιζαν μακριά στη Σαλαμίνα. Κανείς δεν μιλούσε. Ύστερα έσκυψε και με φίλησε.» Λίγες ημέρες μετά της ζήτησε να την συντροφεύει όταν εκείνη ζωγράφιζε έξω από το σπίτι της. «Έτσι δεν θα χρειάζεται και το περίστροφο», της είπε γελώντας. «Θα είμαι ο σωματοφύλακάς σου»Ο Γιαννόπουλος αργότερα τη ζητά σε γάμο, ο πατέρας της αρνείται. «Δεν μπορώ να αποχωριστώ ακόμη τη Σοφία, είπε στον Γιαννόπουλο. Άλλωστε η ίδια έχει αφιερώσει τη ζωή της στην τέχνη», του είπε. Η Λασκαρίδου πήρε το δίπλωμά της από την Καλών Τεχνών το 1907, αμέσως μετά εξασφάλισε μια υποτροφία για τρία χρόνια στο εξωτερικό. «Δεν θα σε σταματήσω», της είπε ο Γιαννόπουλος. «Ξέρω πόση σημασία έχει αυτό το ταξίδι για σένα». Η Σοφία του πρότεινε να φύγουν μαζί και να ζήσουν στο εξωτερικό. Ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε. «Δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα», της είπε.
Αλληλογραφούν και τα γράμματα του Γιαννόπουλου έφταναν στο Μόναχο περιγράφοντάς της την άδεια, χωρίς εκείνη, Αθήνα. «Αν δεν σε κερδίσω θα συντριβώ, Αλλά θα σε κερδίσω», έγραφε. Δυο χρόνια μετά τον αποχωρισμό τους, ο Γιαννόπουλος αισθάνεται ότι δεν κατάφερε να κερδίσει τη Σοφία. Τα βιβλία του δεν βρίσκουν την απήχηση που περίμενε, είναι 41 χρόνων και νιώθει πιο μόνος από ποτέ. «Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είχε πει σε ένα φίλο του. Λένε ότι μετά από μια συνάντηση με τη μητέρα της Λασκαρίδου, στην οποία του είπε ότι η Σοφία δεν πρέπει να παντρευτεί και ότι έχει προορισμό στη ζωή της την τέχνη, φαίνεται ότι ο Γιαννόπουλος έχασε κάθε ελπίδα.
Την Τετάρτη 9 Απριλίου 1910, ο Γιαννόπουλος πήγε με ένα φιλικό του ζευγάρι στον κινηματογράφο και στη συνέχεια σε ένα κέντρο. «Αύριο θα κάνω μια εκδρομή», είπε στους φίλους του. Το ίδιο βράδυ της έγραψε: «Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου». Η Σοφία Λασκαρίδου παίρνει το τραίνο από το Μόναχο για την Αθήνα. Δεν τον πρόλαβε ζωντανό. Μετά την κηδεία του αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με ένα ξυράφι. Δεν τα κατάφερε. Έζησε για πενήντα ακόμα χρόνια. Επέστρεψε στο εξωτερικό, ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Μόναχο και στο Παρίσι. Το 1916 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, ως μια καταξιωμένη καλλιτέχνης, αφιερωμένη στη ζωγραφική και τη διδασκαλία της. Το 1955 εξέδωσε τα απομνημονεύματά της, με τίτλο «Από το ημερολόγιό μου. Θύμησες και στοχασμοί» και το 1960 το συμπλήρωμα του ημερολογίου με τίτλο «Από το ημερολόγιο μου. Συμπλήρωμα: Μια αγάπη μεγάλη», όπου αναφέρονταν στον έρωτά της για τον Περικλή Γιαννόπουλο. Η Σοφία Λασκαρίδου πέθανε σε ηλικία 89 ετών στις 13 Νοεμβρίου 1965 στο πατρικό της σπίτι, στην Καλλιθέα.
http://www.elculture.gr/
---------------------

1 σχόλιο:

Σείριος είπε...

"Τώρα σ' ευλάβεια μνήμης, ω Απολλώνιε ζήσε,
Νέος μαζί κι Αρχαίος - μιά λύπη, μιά χαρά -
Σάν απ' τόν Πραξιτέλη μαρμαρωμένος νά είσαι
Καί σάν ζωγραφισμένος απ' τό Λα-Γκανταρά."

Μ. Μαλακάσης

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου