Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

Οι άνθρωποι έχουν ΑΥΔΗ > «αγγλικά» AUDIO - τα ζώα φωνή, οι θεοί ομφή

Τι σχέση έχουν ο Ησίοδος, η Γαύδος, ο Φήμιος και ο Μέμνων;

Του Γιώργου Λεκάκη

Η Αρχαία Ελληνική λέξις αὐδή (δωρ. αὐδά), σημαίνει ανθρώπινος ήχος, ανθρώπινη φωνή, λαλιά, ομιλία.

Αναφέρεται από τον Όμηρο ακόμη «ἀντίθετον τῷ ὀμφή, μέλιτος γλυκείων ῥέεν αὐδὴ» (Ομ. Ἰλ. Α. 249).

Επίσης, σημαίνει λόγος, φήμη (φήμη > Φήμιος. «ἔργων ἀΐοντες αὐδὴν», «κάκιστ' αὐδώμενος» (= η χειρότερη φήμη) - Σοφ. Ο. Κ. 240, Εὐρ. Ἱκ. 600, Ἱππ. 567).

Χρησμός (= φωνή θεού) Εὐρ. Ι. Τ. 976.3. Την συναντάμε και στους σιβυλλικούς χρησμούς: «νερτερίοις ψυχὰς καὶ πνεῦμα καὶ αὐδήν» […] «οὐδέ σφιν δακρύων κόρος ἔσσεται οὐδὲ μὲν αὐδή».

Άσμα ή ύμνος (προς τιμήν τινος) Πινδ. Ν.9.10. , κ.ά.

«Του θείου είσαι λειτουργός. Σοι έδωκε τον κλήρον

του κάλλους και του έαρος. Μελίρρυτος αυδή»
Κ. Καβάφης «Ο Ποιητής και η Μούσα»

Η αυδή ετυμολογείται από το αρχαιοελληνικό ρήμα αὐδάω = βγάζω φωνή, μιλώ, φθέγγομαι, λέγω, εκφωνώ, διακηρύττω, απευθύνομαι, πλησιάζω, επικαλούμαι έναν θεό, παραγγέλλω, διατάσσω, απαγορεύω καλώ, ονομάζω,  εννοώ - αόρ. αʹ ηὔδησα, παρατ. ηὐδᾶτο.

Αυδή ελέγετο και ο ήχος «ὃν ἐξέπεμπε τὸ ἄγαλμα τοῦ Μέμνονος»! Διότι για τους Έλληνες και τα αγάλματα είχαν φωνή – αυδή, συμμετείχαν είχαν αλληλεπίδραση. Ἐπιγραμμ. Ἑλλ. 990.7. Θυμηθείτε: τον μύθο του Πυγμαλίωνος και της Γαλάτειας. Το παραδοσιακό παιδικό παιγνίδι των Ελληνόπουλων «Τα αγαλματάκια». Αλλά και τους λαϊκούς στίχους «με το άγαλμα στον δρόμο προχωρήσαμε» (Λευτ. Παπαδόπουλος), «μου γελούν τ’ αγάλματα» (Γ. Λεκάκης), κλπ.

Αυδή ήταν η ανθρώπινη εκπομπή ήχων / φθόγγων.

- Των θεών ελέγετο ὀμφή (= η θεϊκή φωνή) Εξαιρούνται η Καλυψώ και η Κίρκη («θεὸς αὐδήεσσα» = θεά που χρησιμοποιεί την γλώσσα των θνητών).

- Των ζώων ελέγετο φωνή. Ορισμένα μόνο ζώα είχαν αυδή: Το αηδόνι, ο τέττιγξ, το χελιδόνι, κλπ. - ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ.Λεκάκης "Μουσικής μύησις".

Από την ίδια ρίζα επίσης η αηδών (στην εκτεταμένη μορφή αFηδ-), αυδάζομαι, αυδήεις (= αυτός που μιλά με ανθρώπινη φωνή), αυδώ, άναυδος (άφωνος, χωρίς φωνή), έναυδος, ἀναύδητος (= ανέκφραστος), αοιδός, αυδής (= ο έχων δυνατή φωνή, ο φωνακλάς), αλλά και ο Ησίοδος (Ησί-(Ϝ)οδος) και η Γαύδος (γαίας αυδή) > α(F)είδω, τα ύδη > υδέω, ύδω, ύδης, ὐδήεσσα (> ουδήεσσα), Foδόv (γοδόν), Foδάν (γοδάν), αυγ- / αFεγ- (αύξω, aFέξω), κ.ά.

Από την αυδή τα σανσκριτικά (= σαν κρητικά) vad, va (= πνέω), ισπ. voz (= αυδή) > voice, ρίζα wed-, αρχ. ινδ. vadati (= μιλώ), λιθουανικά vadinu (= καλώ, ονομάζω) > udita και εν τέλει l'audio και aigu (γαλλ.), audio, áudio (πορτ.), κλπ.

Αυδή ελέγετο και ο οξύς ήχος ή η κλαγή της νευράς του τόξου, ο ήχος της σάλπιγγος (Εὐρ. Ρῆσ. 989) κλπ.

ΠΗΓΗ:   LS, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛIΤΙΣΜΟΥ, 15.6.2018.

http://www.arxeion-politismou.gr/2023/07/avdi-audio.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου