Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

Κάποτε πρέπει να ξεκλειδώσουμε το κατώγι της ιστορίας μας

...και να φέρουμε στο φως «τους όφεις και τα φίδια» που είναι μέσα κλεισμένα

Ο κακουργημός και η εξόντωση του κλασικού έλληνα από τον εβραιόφρονα χριστιανό εκράτησε από το Θεοδόσιο ως την αυγούστα Ευδοξία. Ως το 843 που έγινε η επίσημη αναστύλλωση των εικόνων.
Η γιορτή της ορθοδοξίας που γιορτάζεται κάθε χρόνο από τότε, στο έμπα της άνοιξης, πολύ λαμπρά και με την παρουσία όλης της επιφάνειας του κράτους, ως και οι ξένοι πρεσβευτάδες, στο θετικό της συμβολίζει το θρίαμβο των χριστιανών. 
Στο αρνητικό της όμως δηλώνει την τελική κατακρεούργηση κάθε Ελληνικού. Είναι η ταφόπετρα της ελληνικής ιδέας.

Η τελευταία αντίσταση του μετρημένου «έλληνα» στο ασιατικό τέρας ήταν ο Λέων Γ΄ ο ΄Ισαυρος. Εξύπνησε ο άνθρωπος ένα πρωί, και είδε το μισό πληθυσμό της χώρας τουρλωτούς παπάδες και παχυμουλαράτους καλόγερους. Τότε, σαν το Χριστό με το φραγγέλιο, σήκωσε αυτό που το λένε Εικονομαχία. Και ετελείωσε με το χαμό του φωτός και το σωσμό του σκότους. Με την Κυριακή της Ορθοδοξίας, ή την ταυτότητα του νεοέλληνα.

Έλληνες λοιπόν στο δέρμα. Και εβραίοι στα κόκαλα και στο αίμα, στην καρδιά, στα άντερα και στη χολή. Ιδού το κλειδί, η αιτία, ο λόγος της εθνικής σχιζοφρένειας.

Στους χρόνους της Άλωσης οι στρατιώτες του Παλαιολόγου που υπεράσπισαν τα τείχη ήσαν οχτώ χιλιάδες. Την ίδια ώρα που στα μοναστήρια του κράτους βρίσκουνταν τριακόσιες χιλιάδες καλόγεροι στην άλκιμη ηλικία του μάχιμου άντρα. Να τρώνε και να πέρδονται και να τρέφουνε πρωκτό.

Και ο αρχηγός του κράτους την Κυριακή έψελνε πατριάρχης στην αγια – Σοφιά, και τη Δευτέρα γονάτιζε τσανακογλείφτης στο σαράι. Έτσι, μιλώντας για πατριάρχη και για σουλτάνο, φτάνουμε στους πρώτους κύκλους της Κόλασης του Δάντη.

Κάποτε πρέπει να ξεκλειδώσουμε το κατώγι της ιστορίας μας. Και να φέρουμε στο φως «τους όφεις και τα φίδια» που είναι μέσα κλεισμένα.
Να ειπούμε, δηλαδή, ότι το πρώτο μέλημα του πορθητή της Πόλης ήτανε να θρονιάσει στο στασίδι των σκλάβων τουρκόφωνα πατριάρχη. Όχι για να προστατέψει τα νιτερέσα του δούλου γένους, όπως μας λένε αιώνες τώρα οι δάσκαλοι και τα βιβλία. Αλλά για να τον έχει δόλιο και χθόνιο συνεργάτη στο αρειμάνιο οθωμανιλίκι του. 
Στο να μη σηκώνουνε, δηλαδή, ποτές κεφάλι οι ραγιάδες.

Εσύ από τη μεριά σου, παπά, είπε ο Πορθητής στον πατριάρχη Γεννάδιο, αυτόν που διάταξε να κάψουν τα βιβλία του Πλήθωνα για τον Πλάτωνα, θά' σαι το δικό μου μούτρο με τη μουστακοφόρα και τη ραγιάδικη προβοσκίδα. Ο κρυφός πολυχρονεμένος πατισάχ. Θα τους λες, μαζί με την κυρα – Δέσποινα, υπομονή και κουράγιο, και «πάλε με χρόνους με καιρούς....». Και θα τους κρατάς καλά στους χαλκάδες και τις άλυσες. Με τον καιρό θα μάθεις. Και η συμπεριφορά σου θα γενεί πολιτική σκεπαστή, και υψηλή διπλωματία.

»Με τους δραγουμάνους και τους οσποδάρους που θα σου φτιάξω, και δίπλα στους ιδικούς μου τζοχατζαραίους, τον πασά και το μουφτή, τον κατή και το βοϊβόντα, θα οργανώσουμε ένα τέλειο σύστημα διοίκησηςΤη συντήρηση, δηλαδή, και το διαιωνισμό της σκλαβιάς. Και τού `κλεισε το μάτι.

»Εγώ από τη μεριά μου, υποσχέθηκε, θα σ' έχω στα χρυσά και στην πορφύρα. Θα τρως και θα πίνεις, και θα παχαίνεις. Όπως το λέει και το τραγούδι.

Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα,
Τι πρήξιμο, κοιλιά μου.
Και τα «οθωμανικά» τερτίπια μου, αν το βαστά η καρδούλα σου, και κείνα δικά σου. Παπαδάκια και γιουσουφάκια. 

Μόνε πρόσεχε! Στο κρυφό και στο σκεπασμένο. Θα' χεις τις εκκλησιές σου, τις πισκοπές και τα μοναστήρια σου. Δίσκους, κεριά, λιβάνια, τάματα, διαθήκες, άσπρα και γρόσια, βακούφια και χτήματα μοναστηριακά, ούλα αφορολόγητα. Θα τα γιομίζεις με διάκους, και με καλόγερους τίγκα. Κι αμάν αμάν. Αλλά τη συμφωνία μας και τα μάτια σου. Γιατί θα σε κρεμάσω με τ' άντερά σου.

Έχεις ακουστά, τίμιε αναγνώστη, για τα μοναστηρίσια γεύματα και τα μοναστηρίσια τραπέζια; Ακόμη αποκρατά ο απόηχος. Ο Ανώνυμος της Ελληκικής Νομαρχίας διηγάται πως ο δεσπότης Ιωαννίνων είχε μια κοιλιά σαν εξάμετρο βαγένι. Και πως σαν εστρωνότανε για πρόγευμα, έτρωγε δύο οκάδες γιαούρτι σακούλας, και μισή οκά σαρδέλλα παστωμένη με το χουλιάρι την καθησιά.

Έτσι, λοιπόν, από τούτη τη συμφωνία του πατριάρχη με το σουλτάνο, πέρα από τους τέσσερες αιώνες της φοβέρας και της σκλαβιάς, τι βγήκε; Βγήκε η περίφημη ρασοφόρα διπλωματία του ραγιά και του καγιά. Σήμερα τη λέμε φανάρι και φαναριωτισμό.
Είναι οι φαναριώτες. Οι αόρατοι τουρκολάτρες. Οι πρίντζιπες και οι ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας που λέει ο Ρήγας. Οι καρατζάδες, οι μουρούζηδες, οι σούτσοι, οι ραγκαβήδες, οι μαυροκορδάτοι, και οι πανάθλιοι κωλέττηδες.
Αυτή η λύμη και η συφορά. Το θρεφτάρι του πατριάρχη και του σουλτάνου. Το θρεφτάρι του ελληνοεβραίικου φυράματος, δηλαδή, στην καινούργια του μετάλλαξη, που όταν θα' ρθεί η ώρα του μεγάλου Σηκωμού, θα παίξει τον ολέθριο ρόλο του.

Θα δημιουργήσει τη μοιραία αντιπαράθεση ανάμεσα στους γνήσιους έλληνες, τους ελληνοέλληνες αλλιώτικα, και στους μούλους έλλληνες, τους ελληνοεβραίους αλλιώτικα. Ανάμεσα, δηλαδή, «στα συνήθια της Ιλιάδας» που αποκρατούν ακόμη, όπως έγραφε ο Σολωμός, την ουσία, και στη δουλόφρονα και μουλωχτή πολιτική του κλήρου, τον τύπο.

Το σχήμα ελληνοέλληνες και ελληνοεβραίοι στο μεγάλο Σηκωμό θα πάρει τη διπλή διάταξη. Από δω οι αγωνιστές και οι αγράμματοι, από κει οι πολιτικοί και οι κοντυλοφόροι φαναριώτες.

Φιλικοί και Ρήγας και Υψηλάντες, Μαρκομπότσαρης και Κολοκοτρωναίοι, Αντρούτσος, Παπαφλέσσας, Νκηταράς και Μακρυγιάννης, ο Αθανάσης Διάκος, ο Κανάρης, ο μεγάλος Καραϊσκάκης, ο Καποδίστριας, οι σουλιώτες και οι μανιάτες. Αυτή είναι η κρυστάλλινη πηγή του ελληνοέλληνα, που δεν κατεβαίνει από τα συναξάρια και το Οκτωήχι της εκκλησίας. (Μη σε ξεγελά, που ο Κολοκοτρώνης γραφή και ανάγνωση έμαθε από το Οκτωήχι). Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία βρύση. Από τον Κιθαιρώνα, τον Βριλησσό και τον Ευρώτα. Είναι η Αρχαία Αρετή και η νέα λεβεντιά. Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο, η μπέσα, και ο λόγος σπαθί. Το καθαρό μάτι, και το τίμιο χέρι.

Από το βιβλίο του Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗ, «ΓΚΕΜΜΑ» Εκδόσεις: ΒΙΒΛΙΟΓΩΝΙΑ – κεφ. Ο ΕΛΛΗΝΟΕΛΛΗΝΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου